Κάτω από το νερό







 































































































 
Εχινόδερμα
Αστερίας


Ο αστερίας είναι η κοινή ονομασία για τα ζώα που ανήκουν στη συνομοταξία των Εχινόδερμων και σχηματίζουν την ομοταξία των Αστεροειδών(Asteroidea). Το σώμα του αστερία παρουσιάζει ακτινωτή συμμετρία. Τυπικά έχει πέντε βραχίονες ή και περισσότερους, οι οποίοι σχηματίζουν πεντάκτινη συμμετρία. Ο σκελετός του βοηθά μόνο στην προστασία του και όχι στην κίνηση, η οποία γίνεται με σύστημα ποδιών- σωλήνων. Φέρουν ενδοσκελετό, που σημαίνει ότι σχετίζονται με τα Χορδωτά. Η τροφή τους περιλαμβάνει συνήθως ζώα με κέλυφος, όπως μύδια, αχιβάδες και στρείδια. Οι αστερίες αποτελούνται από έναν κεντρικό κυκλικό δίσκο, ο οποίος φέρει βραχίονες («μπράτσα») σε πεντάκτινη συμμετρία. Το στόμα τους είναι κάτω από τους αστερίες και στην επάνω πλευρά τους έχουν ένα είδος φίλτρου για το νερό. Ο ρόλος του είναι να παρέχει νερό στους αστερίες για να κινηθούν. Πολλοί αστερίες έχουν και σειρές από αγκάθια για την άμυνά τους από τους εχθρούς ενώ άλλοι δεν έχουν καθόλου. Στο άκρο του κάθε βραχίονα υπάρχει ένα μικροσκοπικό μάτι, με το οποίο το ζώο μπορεί να δει, μόνο αν είναι φως ή σκοτάδι. Η κίνηση του αστερία γίνεται με τη βοήθεια ποδιών- σωλήνων. Η πέψη του αστερία γίνεται με δύο στομάχια: ένα για την καρδιά και ένα για τον πυλωρό. Το καρδιακό στομάχι μοιάζει με σάκο και βρίσκεται στο κεντρικό μέρος του σώματος του ζώου. Μπορεί να «γυρίσει» και να βγει έξω από το σώμα του αστερία, όταν χωνεύει την τροφή του. Μερικά είδη χρησιμοποιούν το υδραγγειακό τους σύστημα κίνησης για να ανοίγουν το όστρακο των Δίθυρων ζώων με τα οποία τρέφονται. Αυτό γίνεται με το να βυθίζουν τα στομάχια τους μέσα στα όστρακα των διθύρων. Όταν χωνευτεί κατά ένα μέρος η τροφή, το καρδιακό στομάχι επιστρέφει στο εσωτερικό του σώματος και η μισοχωνεμένη τροφή πηγαίνει στο πυλωρικό στομάχι. Η επιπλέον πέψη γίνεται στο έντερο. Τα απόβλητα εξέρχονται από τον πρωκτό του ζώου ή όταν απουσιάζει, όπως σε μερικά είδη, από το στόμα του. Το νευρικό του σύστημα είναι περίπλοκο. Η κύρια τροφή του αστερία είναι τα μαλάκια, όπως τα μύδια, τα στρείδια, οι αχιβάδες και άλλα ζώα με όστρακο. Η ικανότητα του αστερία να χωνεύει την τροφή του έξω από το σώμα του, τον κάνει να κυνηγά λεία που είναι πολύ μεγαλύτερη από το στόμα του. Έτσι, εκτός από μικρά σε μέγεθος μαλάκια, οι αστερίες τρέφονται και με αρθρόποδα ακόμα και μικρά ψάρια, ειδικά όταν είναι ετοιμοθάνατα. Αρκετά είδη μπορούν να ζήσουν για αρκετό καιρό χωρίς τροφή. Πιστεύεται ότι πιθανότατα λαμβάνουν θρεπτικά συστατικά από οργανικές ύλες που είναι διαλυμένες στο θαλασσινό νερό. Επίσης, πολλά είδη τρέφονται με οργανισμούς σε αποσύνθεση. Τα ζώα αυτά έχουν τόσο σεξουαλική όσο και μη σεξουαλική αναπαραγωγή. Ένας αστερίας μπορεί να είναι αρσενικός ή θηλυκός. Η γονιμοποίηση γίνεται εξωτερικά, με την απελευθέρωση γαμετών στο περιβάλλον, τόσο από το θηλυκό όσο και από το αρσενικό. Τα γονιμοποιημένα έμβρυα συνθέτουν ένα μέρος του ζωοπλαγκτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα έμβρυά τους χαρακτηρίζονται αρχικά από διμερή συμμετρία, που σημαίνει ότι οι αστερίες είναι συγγενικά ζώα με τα Χορδωτά και κάποτε είχαν συγγενείς όπως τα ψάρια. Η συνέχεια της ανάπτυξης του αστερία όμως είναι διαφορετική και καταλήγει σε πεντάκτινη συμμετρία. Η μη σεξουαλική αναπαραγωγή γίνεται με την ανάπλαση. Πολλά είδη αστερία έχουν την ικανότητα να αναπλάθουν τα χαμένα τους μέλη (π.χ. βραχίονες) αν κοπούν. Έτσι, αν π.χ. ένας καρχαρίας αποκόψει το βραχίονα ενός αστερία, αυτός θα ξαναφυτρώσει. Ελάχιστοι μπορούν και να γεννήσουν έναν ολόκληρο αστερία από έναν βραχίονα (μη σεξουαλική αναπαραγωγή).
Αχινός

Οι αχινοί, ή αχινιοί, (καθαρεύουσα εχίνοι), είναι μικρά, θαλάσσια ζώα με ασβεστολιθικό σφαιρικό κέλυφος που φέρουν αγκάθια. Ανήκουν στην υπο-συνομοταξία των Εχινοζώων (ή Ελευθεροζώων), της συνομοταξίας των Εχινοδέρμων, στην οποία ανήκουν και οι αστερίες. Τα ζώα αυτά σχηματίζουν την ομοταξία των Εχινοειδών(Echinoidea). Ειδικότερα, ζουν στη λάσπη του βυθού ή σε μέρη με φύκιαή επάνω σε βράχους, σε μικρό σχετικά βάθος. Χαρακτηριστικό τους είναι τα μακριά τους αγκάθια, με τα οποία κινούνται, ενώ για την κίνησή τους χρησιμοποιούν και βαδιστικούς ποδίσκους, που έχουν σχήμα σωλήνα. Με τους ποδίσκους προσκολλώνται σε στέρεα υποστηρίγματα και επίσης αναπνέουν. Το κέλυφός τους σχηματίζει κάψα, η διάμετρος της οποίας τυπικά κυμαίνεται από 3 ως 10 εκατοστά. Τα γνωστότερα χρώματα περιλαμβάνουν το μαύροκαι το σκούρο πράσινο, λαδί, καφέ, μωβκαι κόκκινο. Τρέφονται κυρίως με Άλγεςαλλά και με μύδια και άλλα ασπόνδυλα και κινούνται αργά. Εχθροί τους είναι οι αστερίες, τα χέλια και άλλα ζώα με τους οποίους τρέφονται. Τα ζώα αυτά έχουν πενταμερή συμμετρία. Το κέλυφός τους αποτελείται από πινάκια με ασβεστολιθική σύσταση, τα οποία ενώνονται με ραφή σχηματίζοντας κλειστή κάψα (γνωστή και ως «λύχνος του Αριστοτέλη»), που περιβάλλεται από αγκάθια, είναι πλατιά στην κοιλιά και θολωτή στη ράχη. Στη μέση της κοιλιάς βρίσκεται το στόμα, όπου το ζώο φέρει μασητική συσκευή, με πέντε δόντια, ώστε να τεμαχίζει την τροφή του. Τα μάτια και οι ποδίσκοι του δε φαίνονται. Από τους πόρους της κοιλιάς του προβάλλουν και οι ποδολαβίδες, τα οποία είναι εξαρτήματα που μοιάζουν με κλωστές, τα οποία χρησιμεύουν στον καθαρισμό του κελύφους και στην άμυνα του ζώου. Γενικά τα αρσενικά με τα θηλυκά δεν διαφέρουν. Η γονιμοποίηση του θηλυκού γίνεται από τα γεννητικά προϊόντα που βγάζει μέσα στο νερό το αρσενικό. Τα αυγά επίσης τα γεννούν μέσα στο νερό. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέρος που τρώγεται είναι οι γεννητικοί αδένες του, όπου βρίσκονται και τα αυγά του, οι οποίοι αποτελούν και αφροδισιακό φαγητό.


Ολοθούριο

Τα Ολοθούρια, ή Ολοθουροειδή, (Holothuroidea), είναι ομοταξία θαλάσσιων Εχινόδερμων με μακρύ σώμα. Είναι περισσότερα γνωστά με την κοινή ονομασία αγγούρια της θάλασσας εξαιτίας του σχήματός τους, που θυμίζει το ομώνυμο λαχανικό. Κάτω από το δέρματους έχουν ενδοσκελετό. Ζουν μέσα στην άμμο ή σε ρωγμές βράχων αλλά και σε κοραλλιογενείς υφάλους. Μπορούν να αναπλάθουν μέρη του σώματός τους, τα οποία μερικές φορές αποκόπτουν για λόγους άμυνας. Ζουν συνήθως μοναχικά και τρέφονται με ζωικές ή φυτικές ουσίες, τις οποίες βρίσκουν στη λάσπη του βυθού. Το σώμα τους είναι κυλινδρικό ως σκωληκοειδές. Έχουν μαλακό δέρμακαι παχύ, με μικρά πλακίδια από ασβεστόλιθο. Αυτά είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το στόμα βρίσκεται στο ένα άκρο του κυλινδρικού σώματος και περιβάλλεται από στεφάνι. Αυτό το στεφάνι φέρει 10-30 αισθητήριες κεραίες, οι οποίες συστέλλονται. Στο άλλο άκρο του σώματός τους υπάρχει η έδρα και κατά μήκος του σώματος, τα ολοθουροειδή φέρουν πέντε σειρές από βαδιστικούς ποδίσκους. Οι ποδίσκοι που βρίσκονται στο επάνω μέρος του σώματος συντελούν στην αναπνοή και είναι επίσης όργανα αφής. Το αίματων ζώων περιέχει βανάδιο για την ένωση και την μεταφορά του οξυγόνου. Για το λόγο αυτό, το αίμα των θαλασσινών αγγουριών έχει χρώμα κίτρινο. Τρέφονται γενικά με απόβλητα. Η δίαιτά τους περιλαμβάνει νεκρή και αποσυντιθέμενη οργανική ύλη που βρίσκεται στη θάλασσα, στη λάσπη του βυθού. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα θαλασσινά αγγούρια καταπίνουν ολόκληρη τη λάσπη του βυθού.Η σύλληψη της τροφής γίνεται με τη βοήθεια των κεραιών τους.







Οστρακόδερμα - Μαλάκια - Kαρκινοειδές Mαλακόστρακα - Ασπόνδυλα


Kαβουρομάνα 

Κοινή ονομασία του βραχύουρου καρκινοειδούς Maia squinado της οικογένειας των μαγιδών το καβούρι αυτό είναι γνωστό στη χώρα μας και με τις ονομασίες μεγάλος κάβουρας, αράχνη της θάλασσας κ.ά. Το σκληρό χιτινώδες κέλυφος (θυρεός) που περιβάλλει τον κεφαλοθώρακα, είναι σφαιρικό, καστανοκόκκινο και φέρει στην επιφάνειά του διάφορα φυμάτια και αγκάθια στις παρυφές. Πάνω σε αυτό αναπτύσσονται συχνά φύκη, με αποτέλεσμα το καβούρι να μοιάζει με τον βυθό της θάλασσας. Η υποπλασμένη κοιλιά του διπλώνεται κάτω από τον θυρεό. Το κεφάλι της  φέρει δύο ζεύγη μικρών κεραιών, ένα ζεύγος άνω σιαγόνων και δύο ζεύγη κάτω σιαγόνων. Ο θώρακας φέρει 5 ζεύγη βαδιστικών ποδιών, τα οποία είναι μακριά και λεπτά, τριχωτά κατά περιοχές.

Αχιβάδα

Η αχιβάδα (γράφεται και αχηβάδα) είναι ομάδα ορισμένων δίθυρων μαλακίων, που ζουν στον βόρειο Ατλαντικό και στη Μεσόγειο. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το δίθυρο όστρακο, από το οποίο καλύπτονται. Αλιεύεται κυρίως για το κρέας της. Αντιπροσωπευτικότερο είδος του είναι η κοινή αχιβάδα (Αφροδίτη η ακροχορδονώδης). Το όστρακο της αχιβάδας είναι διπλό και έχει ίσες θυρίδες. Στο εξωτερικό του μέρος αποτελείται από ομόκεντρες πτυχές και τα χείλη του έχουν δόντια. Δύο σίφωνες ρυθμίζουν την είσοδο και την έξοδο του νερού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η αναπνοή και η θρέψη του ζώου. Πολλαπλασιάζεται με αυγά και γονιμοποιείται έξω από το σώμα της, στο περιβάλλον. Το ζώο ζει στο βυθό και σκάβει στην άμμο, όπου βυθίζεται.

Γαρίδα

Γαρίδες (shrimp) είναι η γενική ονομασία Αρθροπόδων που περιλαμβάνει πολλές οικογένειες που ανήκουν στην υποτάξη Κολυμβητικά και στην τάξη Δεκάποδα. Γενικά ανήκουν στη τάξη των αστακιδών. Το χαρακτηριστικότερο είδος είναι η κοινή γαρίδα(Parapenaeus longirostris). Σε αντίθεση με άλλα συγγενικά τους είδη, που περπατούν, όπως η καραβίδα, οι γαρίδες ζουν αποκλειστικά στη θάλασσα, όπου κολυμπούν. Τα πόδια τους είναι μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσεως. Αξίζει να σημειωθεί η ικανότητά τους να αναπλάθουν ένα τμήμα του σώματός τους αν πάθει βλάβη ή το χάσουν (αναγεννητική ικανότητα), η οποία υπάρχει σε όλα τα καρκινοειδή. Όπως σε όλα τα αρθρόποδα, η γαρίδα έχει σώμα πλατύ από τα πλάγια, που αποτελείται από τον κεφαλοθώρακα και την κοιλιά. Το σώμα της φθάνει σε μήκος από 5 μέχρι 15 εκ. και είναι επενδυμένο από όστρακο, το οποίο είναι εύκαμπτο. Τα μάτια της είναι σύνθετα και μισχωτά. Ο κεφαλοθώρακας έχει ένα ζεύγος επάνω γνάθων, δύο ζεύγη νηματοειδών κεραιών, τρία ζεύγη γναθικών ποδιών και επίσης πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών. Επίσης, στο μέρος αυτό βρίσκεται και μια χαρακτηριστική προεξοχή, που ονομάζεται ρόστρο. Στο ρόστρο υπάρχουν 7-8 δόντια. Αναπνέει με βράγχια, τα οποία βρίσκονται στις ενώσεις των ποδιών με το θώρακα. Η κοιλιά της είναι μακριά και βρίσκεται κάτω από τον κεφαλοθώρακα, ενώ καταλήγει σε ένα ζεύγος ουροποδίων μαζί με την ουρά της, το οποίο λέγεται τέλσο. Τα ουροπόδια αυτά σχηματίζουν ένα είδος βεντάλιας και διευκολύνουν στη μετακίνηση των ζώων. Στη ράχη τους σχηματίζεται τρόπιδα. Οι γαρίδες είναι ζώα σαρκοφάγα και γονοχωριστικά. Γεννούν αυγά, τα οποία απελευθερώνονται στη θάλασσα. Σε άλλες οικογένειες μένουν προσκολλημένα στα πόδια του θηλυκού, όπου γίνεται και η εκκόλαψη. Οι προνύμφες εξέρχονται από τα αυγά και λέγονται ναύπλιοι. Ακολουθούν πολλές εκδύσεις , ώσπου γίνονται ώριμες γαρίδες.


Γυαλιστερές

Υπάγονται στα Ελασματοβράγχια ή Πελεκύποδα μαλάκια. Μετακινούνται έρποντας στο βυθό και συχνά βυθίζονται στη λάσπη με γρηγορότατο ρυθμό. Η τροφή τους προσλαμβάνεται με την αναρρόφηση νερού, το οποίο το εκβάλλουν με τη βοήθεια του μανδύα και μένει το πλαγκτόν . Αναπαράγονται πολύ γρήγορα και είναι ζώα ερμαφρόδιτα.



Κάβουρας

Ο κάβουρας είναι καρκινοειδές μαλακόστρακο της τάξης των Δεκαπόδων και της υποτάξεως των βραχύουρων, τα οποία έχουν τυπικά κοντή (βραχεία) ουρά, εξ ου και το όνομα της υποτάξεως. Ανήκει στην οικογένεια Καρκινίδες και ζει κυρίως στη θάλασσα. Το σώμα του καλύπτεται γενικά από έναν σκληρό εξωσκελετό (με σχήμα πολυγωνικό ή στρογγυλό) και είναι εξοπλισμένο με ένα ζευγάρι δαγκάνες. Eίναι βαθύβια, ζουν δηλαδή σε βυθούς, ανάλογα και με το είδος τους. Μερικά είδη κολυμπούν καλά. Το περπάτημα του κάβουρα γίνεται με το πλευρό, πάνω στις τρύπες των βράχων, στις πέτρες και στις αμμουδιές, εντός και έξω από το νερό. Το δεκάποδο αυτό έχει κοιλιακό τμήμα χωρίς πόδια, πολύ μικρό και χωμένο σε μία κοιλότητα στο κάτω μέρος του κεφαλοθώρακα. Στο κεφάλι έχουν κοντές κεραίες με αισθητήρια όργανα, στόμα και τα μάτια πάνω σε μίσχους. Έχουν δύο σιαγόνες πάνω και δύο κάτω. Τα πέντε ζευγάρια ποδιών που διαθέτουν είναι πολύ ανεπτυγμένα και στο πρώτο ζευγάρι ποδιών έχουν στην άκρη λαβίδες. Στα άλλα τέσσερα διαθέτουν «νύχια», τα οποία είναι γαμψά. Τα καβούρια είναι παμφάγα ζώα και την ημέρα κρύβονται. Η αναζήτηση της τροφής γίνεται συνήθως τη νύχτα. Πολλά είδη τρέφονται αποκλειστικά με φύκια, ενώ άλλα τρώνε μαλάκια, σκουλήκια, άλλα αρθρόποδα, βακτήρια, μύκητες και αυγά μικρών ζώων. Με τις λαβίδες τους τεμαχίζουν την τροφή και ύστερα τη φέρνουν στο στόμα.

Καλαμάρι

Το καλαμάρι (επιστημονική ονομασία Loligo) είναι γένος θαλάσσιων ζώων, που ανήκουν στην οικογένεια Μυοψίδες. Διαθέτει τα γενικά χαρακτηριστικά που έχουν τα Κεφαλόποδα. Υπάγεται στα μαλάκια και επίσης ανήκει στα διβράγχια και δεκάποδα. Η κύρια τροφή του είναι τα ψάρια. Κολυμπά διαρκώς και ζει σε κάποια απόσταση από τις ακτές. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα καλαμάρια έχουν δέκα πλοκάμια γύρω από το στόμα, από τα οποία τα δύο είναι αρκετά πιο μακριά και στην άκρη τους φέρουν βεντούζες. Τις τελευταίες τις χρησιμοποιούν ως όργανα σύλληψης. Έχουν μήκος 20-50 εκατοστά. Στο πάνω μέρος του σώματος έχουν δύο μεγάλα μάτια και η όρασή τους είναι καλή. Στη ράχη διαθέτουν ένα ασβεστολιθικό όστρακο, το οποίο είναι διάφανο και εύκαμπτο. Στα πλάγια φέρουν δύο πτερύγια. Έχουν χρώμα λευκό προς το μελανί και επιφανειακά λίγο καστανό. Το δέρμα του περιέχει χρωμοφόρα κύτταρα, που του επιτρέπουν να αλλάζει χρώματα με βάση τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Επίσης, η κάτω πλευρά είναι πιο ελαφριά από την επάνω, ώστε να διαθέτει το καλαμάρι το κατάλληλο καμουφλάζ από τη λεία αλλά και από τους εχθρούς του. Έχουν τρεις καρδιές. Το στόμα του καλαμαριού είναι εφοδιασμένο με ένα μυτερό ράμφος σαν κέρατο, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του είναι φτιαγμένο από χιτίνη και πρωτεΐνες και χρησιμοποιείται για να σκοτώνει και να σκίζει τη λεία του σε κομμάτια.  Μεγάλα ψάρια που έχουν πιαστεί συχνά έχουν ρύγχη καλαμαριών στα στομάχια τους, καθώς το ρύγχος του καλαμαριού είναι το μόνο μέρος του ζώου που δε χωνεύεται. Το καλαμάρι γεννά αυγά την άνοιξη και τα αποθέτει στο βυθό , μέσα σε σάκους, που μοιάζουν με κορύνες. Τα νεαρά καλαμάρια τρέφονται με πλαγκτόν. Τα θηλυκά καλαμάρια έχουν διαφανή ωοθήκη.

Καραβίδα

Η καραβίδα είναι θαλάσσιο ζώο, που ανήκει στην τάξη Δεκάποδα και στην οικογένεια Αστακίδες. Πρόκειται για καρκινοειδές, με μήκος 10-12 εκατοστά, ενώ σπάνια μπορεί να φθάσει σε μήκος τα 18. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Μοιάζει με μικρό αστακό. Το κρέας της τρώγεται και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δόλωμα. Η θαλασσινή καραβίδα γευστικά είναι πολύ ανώτερη από την καραβίδα του γλυκού νερού. Όπως όλα τα Δεκάποδα, η καραβίδα έχει σώμα που αποτελείται ουσιαστικά από δύο μέρη: τον κεφαλοθώρακα και την κοιλιά. Αναπνέει με βράγχια, τα οποία μοιάζουν με φτερά. Τρέφονται με μικρά θαλάσσια ζώα και σκουλήκια. Το είδος καραβίδα η θαλασσινή (επιστημονική ονομασία: Νέφρωψ ο νορβηγικός) ή αστακογαρίδα έχει κόκκινο χρώμα (ρόδινο χλομό) και οδοντωτές ακμές στις δαγκάνες και στη ράχη της. Μπορεί και να ζήσει  σε βάθος πάνω από 200 μ. και γεννά αυγά κάθε δύο χρόνια τους θερινούς μήνες. Η γονιμοποίηση των αυγών γίνεται εκτός νερού. Τα νεαρά που εκκολάπτονται μοιάζουν με γαρίδες και έπειτα από τρεις αλλαγές στο κέλυφός τους, κατεβαίνουν στο βυθό. Το μεγάλωμά τους γίνεται με βραδύ ρυθμό, ωστόσο από την ηλικία των 5 ετών είναι ικανά να αναπαραχθούν. Οι καραβίδες αναπαράγονται το φθινόπωρο. Το θηλυκό μεταφέρει τα αυγά του, τα οποία είναι προσκολλημένα κάτω από την κοιλιά, μέχρι το Μάιο με Ιούνιο, οπότε και γίνεται η εκκόλαψη. Τα μικρά είναι σχεδόν ίδια με τους ενήλικες και αλλάζουν πολλές φορές το κέλυφός τους τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής τους. Στη συνέχεια αυτό γίνεται μία φορά κάθε χρόνο, προτού ζευγαρώσουν.



Κυδώνι

Kυδώνι είναι η κοινή ονομασία των Δίθυρων Μαλακίων της οικογένειας Καρδιίδες . Γνωστότερο είδος είναι το «κάρδιον το εδώδιμον». Το μέγεθός τους φθάνει τα 3,5 εκατοστά. Τα κελύφη τους βρίσκονται σε πολλές παραλίες σε όλο τον κόσμο, ιδίως στη Μεσόγειο. Υπάγονται στα Ελασματοβράγχια ή Πελεκύποδα μαλάκια. Μετακινούνται έρποντας στο βυθό και συχνά βυθίζονται στη λάσπη με γρηγορότατο ρυθμό. Τρώγονται ωμά, με λεμόνι. Με απόφαση της ελληνικής Κυβέρνησης, απαγορεύεται η εμπορία κυδωνιών μικρού μεγέθους. Το χρώμα των κυδωνιών είναι σταχτί με μελανές ή πράσινες αποχρώσεις. Τα στρογγυλά όστρακα των κυδωνιών έχουν ιδιαίτερη μορφή: είναι συμμετρικά, σε σχήμα καρδιάς όταν τα δει κανείς από την άκρη και στα περισσότερα γένη έχουν ραβδώσεις. Κάθετα σε αυτές βρίσκονται ημικυκλικές γραμμές αύξησης. Ο μανδύας τους έχει τρία στρώματα για την έξοδο του νερού. Η τροφή τους προσλαμβάνεται με την αναρρόφηση νερού, το οποίο το εκβάλλουν με τη βοήθεια του μανδύα και μένει το πλαγκτόν . Αναπαράγονται πολύ γρήγορα και είναι ζώα ερμαφρόδιτα.

Μέδουσα

Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (Κνιδόζωα) της τάξης των Σκυφόζωων. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των Κοιλεντερωτών, Υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο , που περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την «ομπρέλα» τους) και Σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο) (σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους. Είναι γνωστότερες με την κοινή ονομασία τσούχτρες. Το σώμα της μέδουσας έχει σχήμα καμπάνας και παράγει μια ζελατινώδη ουσία. Στην περιφέρεια έχουν πλοκάμια και αισθητήρια όργανα, Το κάθε πλοκάμι καλύπτεται με κύτταρα, που καλούνται κνιδοκύτταρα ή κνιδοκύστεις και μπορούν να τσιμπήσουν ή και να σκοτώσουν ζώα. Τα κύτταρα αυτά υπάρχουν και στο στόμα τους. Οι πιο πολλές μέδουσες χρησιμοποιούν τα κύτταρα αυτά για εξασφάλιση τροφής και για άμυνα. Άλλες δεν έχουν καθόλου πλοκάμια. Έχουν πολλά μικρά μάτια στο κωδωνοειδές σώμα τους, που τις επιτρέπει να έχουν όραση 360 μοιρών. Αν και στερούνται βασικών αισθητηρίων οργάνων και δεν έχουν εγκέφαλο, το νευρικό τους σύστημα τις επιτρέπει να αντιλαμβάνονται ερεθίσματα, όπως το φως και η οσμή και να αντιδρούν γρήγορα σε αυτά. Κολυμπούν πολύ αργά, καθώς δεν έχουν υδροδυναμικό σώμα. Αντ’ αυτού, κινούνται με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργούν ρεύματα, αναγκάζοντας τη λεία τους να φτάσει στα πλοκάμια τους. Η κίνηση αυτή γίνεται ρυθμικά με άνοιγμα και κλείσιμο του σώματός τους που μοιάζει με καμπάνα. Η πυκνότητά τους είναι σχεδόν ίση με την πυκνότητα του νερού. Το πεπτικό τους σύστημα δεν χρειάστηκε να εξελιχθεί σε σχέση με αυτό πολλών ζώων. Από το ίδιο άνοιγμα (το στόμα, βρίσκεται στο κέντρο και στο κάτω μέρος της «καμπάνας») γίνεται η πρόσληψη αλλά και η αποβολή της τροφής. Το στόμα της περιβάλλεται από κροσσωτά χείλη και οδηγεί σε ακτινωτά σωληνάρια, τα οποία καταλήγουν στη γαστρική κοιλότητα. Η τελευταία είναι ένας κυκλικός σωλήνας, που καταλαμβάνει όλη την περιφέρεια του ζώου. Το σώμα σε μία ενήλικη μέδουσα αποτελείται από 94-98% νερού. Η «καμπάνα» της τσούχτρας αποτελείται από ένα στρώμα επιδερμίδας και κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη μεσογλοία. Πρόκειται για μία ακύτταρη, ημιδιαφανή, ζελατινώδη μάζα. Η τσούχτρα προέρχεται από πολλαπλή διαίρεση στα σκυφόζωα, από εκβλαστήσεις στα υδρόζωα. Από αποικίες πολυπόδων ή είναι μορφή κοιλεντερωτών μεδουσοειδών. Οι περισσότερες μέδουσες ζουν δυόμισι μήνες. Ωστόσο, υπάρχει ένα είδος που μπορεί να ζήσει μέχρι 30 χρόνια και ένα άλλο είδος είναι αθάνατο, τοTurritopsis nutricula. Οι μέδουσες είναι σημαντική πηγή τροφής για τους Κινέζους αλλά και σε άλλες ασιατικές χώρες.Ενδεικτικά, στην Κίνα, οι επεξεργασμένες μέδουσες αφαλατώνονται με εμβάπτιση στο νερό όλη τη νύχτα και τρώγονται μαγειρεμένες ή ωμές. Συχνά σερβίρονται ως σαλάτα, μαζί με λαχανικά. Στην Ιαπωνία τις πλένουν, τις κόβουν σε λωρίδες και τις σερβίρουν ως ορεκτικό με ξίδι. Εξάλλου, οι μέδουσες χρησιμοποιούνται και στη βιολογία. Ειδικότερα, το 1961 ανακαλύφθηκε στη μέδουσα του είδους Aequorea Victoria η πράσινη φθοριούχος πρωτεΐνη (GFP) . Αυτή χρησιμοποιείται για τη μελέτη των γονιδίων των ιστών και του τρόπου έκφρασής τους. Το κολλαγόνο τους επίσης είναι θεραπευτικό μέσο για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Όταν κάποιος τσιμπηθεί από τσούχτρα, χρειάζεται απαραίτητα πρώτες βοήθειες. Τα τσιμπήματα των Σκυφόζωων μεδουσών γενικά δεν είναι θανατηφόρα. Ωστόσο, κάποια είδη από τα Κυβόζωα (αυτόνομη τάξη), όπως το Irukandji(δεν υπάρχουν στην μεσόγειο), μπορεί να αποβούν θανατηφόρα. 

Μύδι 

Το μύδι (Mytilus) είναι γένος θαλάσσιων οργανισμών, που ανήκει στην οικογένεια Μυτιλίδες. Με τη σειρά της η οικογένεια αυτή ανήκει στα Δίθυρα ελασματοβράγχια ή πελεκύποδα μαλάκια. Το χαρακτηριστικότερο είδος ονομάζεται Mytilus edulis. Διακρίνουμε πολλές ποικιλίες ανάλογα με το σχήμα, το μέγεθος και τον τόπο προέλευσης. Θεωρείται εύγευστη τροφή και πολύ θρεπτική. Για το λόγο αυτό εκτρέφεται σε μυδοκαλλιέργειες. Έχει όστρακα με μήκος 5 εκ. και με χρώμα κυανό και μαύρο, τα οποία στερούνται ακτινωτών ραβδώσεων. Στο εσωτερικό τους υπάρχει μάργαρο, που όμως δεν είναι πολύ στιλπνό. Μεταξύ των δύο οστράκων, στην πιο ίσια πλευρά τους υπάρχει μια τούφα από ίνες, ο βύσσος. Με τη βοήθεια του βύσσου το μύδι στερεώνεται στο βυθό, στις πέτρες ή και σε άλλα αντικείμενα. Πρόκειται για ωοτόκα ζώα. Τη γονιμοποίηση των αυγών την αναλαμβάνει το αρσενικό. Από τα αβγά βγαίνουν προνύμφες, οι οποίες επί έναν μήνα πλέουν στη θάλασσα και έπειτα προσκολλώνται σε κάποια επιφάνεια.Τα μύδια τρέφονται με μικροοργανισμούς της θάλασσας. Καθώς το νερό περνά μέσα από το όστρακο, το μύδι κατακρατεί τους οργανισμούς αυτούς.

Πίννα

 Η πίννα (Pinna) (γράφεται και πίνα), είναι γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας των Πιννιδών και της τάξης των Ανισομυαρίων. Ζει στις εύκρατες και στις θερμές θάλασσες. Μοιάζει με τεράστιο μύδι. Το όστρακό της αποτελείται από λεπτά και πλατιά ελάσματα, τα οποία είναι ενωμένα στην κορυφή τους, ώστε να ανοίγουν και να κλείνουν Το ζώο, το οποίο τρώγεται χωρίς να είναι ιδιαίτερα εύγευστο, χρησιμοποιείται κυρίως ως δόλωμα στο ψάρεμα. Στο όστρακο της πίννας σπάνια σχηματίζονται μαργαριτάρια, τα οποία όμως δεν έχουν ιδιαίτερη οικονομική αξία. Το μήκος του ζώου φτάνει τα 70 εκατοστά. Τα όστρακα της πίννας είναι λεπτά, σε σχήμα τρίγωνο και μυτερά στο ένα άκρο, ενώ από το άλλο είναι στρογγυλευμένα. Στο εξωτερικό μέρος έχουν χρώμα κίτρινο και από μέσα παρουσιάζουν ελαφρύ ιριδισμό. Εκτός από την αλιεία, όπου χρησιμεύει ως δόλωμα, η πίννα χρησιμοποιείται και για την κατασκευή μεταξένιων υφασμάτων. Συγκεκριμένα, η βύσσος της πίννας χρησιμοποιείται για κατασκευή τέτοιων υφαντών στην νότια Ιταλία και στη Σικελία. Επίσης, από τη βύσσο κατασκευάζουν κάλτσες και γάντια. Το είδος δεν κινδυνεύει άμεσα με εξαφάνιση, αλλά απαιτείται η λήψη μέτρων για την προστασία της.

Σουπιά

Η σουπιά (επιστημονική ονομασία sepia, ελλ. σηπία) είναι γένος μαλακίων της τάξης των Σηπιιδών Sepiida ομοταξίας των κεφαλοπόδων. Ανήκει στην τάξη των Δεκαπόδων και απαντάται στις εύκρατες και ζεστές θάλασσες. Η κύρια τροφή της είναι μικρά ψάρια αλλά και γαρίδες. Ζει σε βάθος μέχρι 100 μέτρα και αποτελεί εύγευστο μεζέ. Αλιεύεται με δίχτυα, καμάκι και με ξυλοσουπιά. Εκτός από το κρέας της, το όστρακό της χρησιμοποιείται στη χρυσοχοΐα ως καλούπι, για τη λείανση των μετάλλων πριν ελαιοχρωματιστούν και (σε σκόνη) για την παραγωγή οδοντόκρεμας. Το πλέον γνωστό είδος είναι η σηπία η φαρμακευτική. Έχει σώμα ωοειδές , που περιβάλλεται από έναν μανδύα. Στο κεφάλι της έχει δύο μεγάλα μάτια σε πλευρική θέση και στο εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού φέρει δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ έχουν μέσα τους μυζητικά νήματα και είναι μικρότερα από τα άλλα δύο. Τα μεγαλύτερα πλοκάμια συντελούν στη σύλληψη της λείας και έχουν σχήμα ροπάλου. Όταν βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή, σε αντίθεση με την αστραπιαία κίνηση που κάνουν όταν έρχεται κάποια λεία, την οποία αρπάζουν. Στο στόμα φέρει ισχυρά κεράτινα σαγόνια, που σχηματίζουν ένα είδος ράμφους και ένα εξόγκωμα με σειρές οδοντώσεων από χιτίνη. Επίσης, το σώμα της παρουσιάζει δύο μικρά ελάσματα, που λέγονται πτερύγια και με αυτά μετακινείται το μαλάκιο. Ο κοιλιακός σάκος καταλήγει σε έναν αγωγό που έχει κωνικό σχήμα και βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς. Ο τελευταίος κατευθύνεται προς τα μπρος και βοηθά στο να εκσφενδονίζει η σουπιά το μελάνι της προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Στον κωνικό αγωγό καταλήγουν οι εκκρίσεις από το μελανηφόρο αδένα και τα απορρίμματα του μεταβολισμού. Κάτω από το δέρμα της ράχης η σουπιά έχει το λεγόμενο σουπιοκόκαλο, όπως ονομάζεται το όστρακο του κεφαλοπόδου. Το όστρακο αυτό έχει ασβεστολιθική σύσταση και συγκρατεί ολόκληρο το σώμα, χάρη στο ωοειδές του σχήμα. Επίσης, έχει πόρους γεμάτους οξυγόνο. Οι σουπιές έχουν δύο βράγχια στην κοιλότητα του μανδύα τους. Με αυτά αναπνέουν. Η καρδιά τους έχει δύο κόλπους , όπου καταλήγουν τα αγγεία που προέρχονται από τα βράγχια, και μία κοιλία. Από την τελευταία διακλαδίζονται η εμπρόσθια και η οπίσθια αορτή. Γεννούν αυγά που έχουν σφαιρικό σχήμα,τα οποία αποθέτουν σε διάφορα υπολείμματα φυτών. Η διαδικασία της εναπόθεσης γίνεται σε ομάδες.

 Στρείδι
Στρείδι είναι η κοινή ονομασία μερικών εδώδιμων ειδών του γένους οστρέα (Ostrea) και γρυφαία. Ανήκουν στην οικογένεια οστρεΐδες και στην τάξη των δίθυρων ή ελασματοβραγχίων. Είναι ζώο ωοτόκο και οι προνύμφες του είναι εφοδιασμένες με βλεφαρίδες . Για τη θρεπτική του αξία καλλιεργείται σε ειδικά οστρεοτροφεία. Όπως και το μύδι, το στρείδι προσκολλάται σε βράχια αλλά και κάτω από τις επενδύσεις των πλοίων. Εξαιτίας του τελευταίου γεγονότος, προκαλούνται δηλητηριάσεις έπειτα από κατανάλωση στρειδιών, καθώς προσλαμβάνουν χαλκό από τα πλοία. Τα στρείδια μπορούν να ζήσουν και 20 χρόνια. Η ηλικία ακμαιότητάς τους κυμαίνεται από τον 4ο μέχρι τον 8ο χρόνο. Το όστρακο του στρειδιού είναι στρογγυλό ή ωοειδές και η γκριζόλευκη επιφάνειά του είναι ανώμαλη με ομόκεντρες αύλακες. Η διάμετρός του φθάνει τα 10 εκατοστά. Το στρείδι έχει μεγάλη ευαισθησία στις αλλαγές στη θερμοκρασία και την αλμυρότητα του νερού. Ζει προσκολλημένο στα βράχια του βυθού. Είναι ερμαφρόδιτο ζώο. Κάθε στρείδι αλλάζει φύλο παράγοντας ωάρια και σπερματοζωάρια εντός της ίδιας περιόδου αναπαραγωγής. Γεννά εκατομμύρια αυγά, εκ των οποίων μεγάλος αριθμός γονιμοποιείται από το σπέρμα του αρσενικού μέσα στη μανδυακή κοιλότητα του θηλυκού. Από τα αυγά βγαίνουν τροχοφόρες προνύμφες, Το θηλυκό ανοίγει και κλείνει τις θυρίδες του και κάθε φορά απελευθερώνονται εκατομμύρια προνύμφες. Οι τελευταίες κολυμπούν για λίγες ημέρες και εν τέλει κολλούν στο βυθό. Τα άτομα αντίθετου φύλου διεγείρονται για αναπαραγωγή και από την παρουσία γεννητικών προϊόντων στο περιβάλλον, όπως π.χ. αβγά ή σπέρμα.

 Χταπόδι
Το χταπόδι είναι μαλάκιο, κεφαλόποδο με 8 πλοκάμια, δίχως καθόλου όστρακο. Στο κέντρο των πλοκαμιών υπάρχει το στόμα το οποίο φέρει σιαγόνες από κερατίνη για τον τεμαχισμό της τροφής, όπως επίσης και μασητική κατασκευή (Radula). Φέρει τον κεντρικό εγκέφαλο,με πολύ ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα και πολύ ανεπτυγμένα μεγάλα μάτια πολύπλοκης δομής και η όραση τους είναι οξεία. Το κυκλοφορικό σύστημα αποτελείται από 3 καρδιές από τις οποίες οι δύο ωθούν το αίμαστα βράγχια και η τρίτη στο υπόλοιπο σώμα. Η μεταφορά οξυγόνου εξυπηρετείται από την πρωτεΐνη αιμοκυανίνη η οποία περιέχει χαλκό και έχει γαλάζιο χρώμα. Κατά μήκος των πλοκαμιών,το χταπόδι φέρει μικρές βεντούζες που το βοηθούν να παγιδεύει την τροφή του, να κινείται με ευκολία σε όλων των ειδών τις υποβρύχιες επιφάνειες,αλλά και να προσελκύει μικρά όστρακα και πετραδάκια, προκειμένου να καλύψει τη φωλιά (θαλάμι) του.Τα χταπόδια υπάρχουν σε ρηχά νερά,και σε πολύ βαθιά νερά όπου η πίεση είναι μεγάλη.

 Χτένι
Το χτένι(Pecten) είναι θαλάσσιος οργανισμός που υπάγεται στα Δίθυρα Μαλάκια. Ανήκει στην οικογένεια των Κτενιδών. Μερικά χτένια είναι πολύτιμα για τα λαμπρά χρώματα των κελυφών τους. Μπορούν να κολυμπούν και μάλιστα σε μεγάλες αποστάσεις, όπως και να ανοιγοκλείνουν το όστρακό τους. Η τροφή τους περιλαμβάνει θαλάσσιους οργανισμούς. Αναπαράγονται με εξωτερική γονιμοποίηση. Πρόσφατα, απαγορεύτηκε στην Ελλάδα η εμπορία οστράκων του «χτενιού του Αγίου Ιακώβου», μεγέθους μέχρι 10 εκατοστών. Το όστρακο του χτενιού έχει σχήμα βεντάλιας και η διάμετρός του είναι 12 εκατοστά. Στο εσωτερικό του βρίσκεται το σώμα του ζώου, το οποίο καλύπτεται από μανδύα, στις άκρες του οποίου υπάρχουν κεραίες. Εκεί βρίσκονται τα αισθητήρια όργανα (για την αφή και την όσφρηση). Το μυικό σύστημα του ζώου είναι πιο ανεπτυγμένο από αυτό του στρειδιού, με το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες. Το σχήμα του κελύφους τους τείνει να είναι ομαλό και φέρνει στη μνήμη τον αρχέγονο τύπο ενός θαλάσσιου κοχυλιού. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται για διακόσμηση. Τα περισσότερα χτένια ζουν ελεύθερα, ωστόσο άλλα έχουν τη βύσσο, που τους επιτρέπει να προσκολλώνται σε βράχους ή άλλα στερεά αντικείμενα του βυθού. Όντας ερμαφρόδιτα ζώα, τα χτένια μπορούν να αλλάζουν φύλα. Και τα δύο φύλα παράγουν αυγά, των οποίων το χρώμα εξαρτάται από το τρέχον φύλο του γονέα. Τα κόκκινα αυγά είναι από θηλυκά και τα λευκά από αρσενικά. Τα σπερματοζωάρια και τα ωάρια απελευθερώνονται μέσα στο νερό στη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου και τα γονιμοποιημένα ωάρια βυθίζονται στον πυθμένα. Έπειτα από αρκετές εβδομάδες, το νεαρό χτένι βγαίνει από το αυγό του και οι προνύμφες επιπλέουν μέχρι να εγκατασταθούν ξανά στο βυθό, ώσπου να μεγαλώσουν. Γίνονται σεξουαλικά ενεργά έπειτα από πολλά χρόνια. Τα χτένια μπορούν να ζήσουν μέχρι και 18 χρόνια. Η ηλικία τους φαίνεται από τους ομόκεντρους δακτυλίους που έχουν τα κελύφη τους.




Kρανιός


Συγγενεύει με το μυλοκόπι και το σικιό, μοιάζει και με το λαβράκι. Μήκος: φτάνει 1 μέτρο και άνω, βάρος 10 ως 50 κιλά.  Χρώμα: γκριζογάλαζη ράχη, ασημόλευκα πλευρά και κοιλιά, κοκκινωπά πτερύγια. Το σώμα του μακρόστενο, στόμα ως κάτω απ’ το μάτι, χείλια χοντρά και γερά δόντια. Το πρώτο ραχιαίοπτερύγιο σχεδόν τριγωνικό, μισό περίπου σε μάκρος απ’ το δεύτερο, η ουρά στρογγυλεύει, έχει και δυο ακτίνες μαλακές. Ζει στα πιο ζεστά νερά της Μεσογείου, μετακινείται πολύ, το καλοκαίρι παρουσιάζεται κατά μικρά κοπάδια, κυνηγά τα περαστικά αφρόψαρα. Ξεπέφτει και στις ακτές, τρώει ό,τι βρίσκει και στο βυθό. Έχει την ιδιότητα να βγάζει μια φωνή, σα βραχνό γρύλισμα.





Αθερίνα
 Η αθερίνα είναι ένα μικρόψαρο του αφρού. Αν και πολλοί την περιφρονούν , η αθερίνα έχει ένα αρκετά αξιόλογο κρέας. Ακόμα η αθερίνα είναι ένα πολύ καλό δόλωμα για μεγαλύτερα ψάρια. Το επιστημονικό της όνομα είναι αθερίνα ο εψητός. Ακόμα σε κάποιες περιοχές την αποκαλούν και σουβλί ή σουβλιτή. Η αθερίνα είναι ένα πολύ μικρό ψάρι που κινείται κοπαδιαστά. Έχει ρύγχος κάπως μυτερό και το σώμα της από το κεφάλι και κάτω γίνεται στρογγυλό.Το χρώμα της είναι γκριζοπράσινο ή ασημί και στην κοιλιά άσπρο. Από τη βάση του κεφαλιού της μέχρι την αρχή της ουράς της έχει μια γκρίζόμαυρη ταινία.
Την αθερίνα μπορούμε να την βρούμε σε όλες σχεδόν τις ακτές της χώρας μας κατά μεγάλα κοπάδια. διαίτερα στο τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο.





Γλώσσα
 Η γλώσσα είναι ένα επίπεδο ψάρι. Bρίσκεται σε αμμώδη σημεία του βυθού και συνήθως κολυμπά πολύ κοντά στο βυθό, με αποτέλεσμα να είναι σχετικά δύσκολο να το εντοπίσει κανείς. Διακρίνεται κατά διαστάσεις σε μεγάλη, και μικρή και κατά είδος σε Γλώσσα η κοινή ή Γλώσσα η γλώσσα (Solea vulgaris ή Solea solea) και Γλώσσα η ξανθή ή Γλώσσα η κίτρινη (Solea lutea) που αμφότερες ανήκουν στην οικογένεια "Γλωσσίδες" (Soleidae). Το ψάρι αυτό γεννιέται με κατακόρυφο προσανατολισμό, όπως τα συνηθισμένα ψάρια. Σιγά - σιγά αρχίζει να γέρνει και να ακουμπάει στον βυθό. Η πλευρά που ακουμπάει κάτω γίνεται πλακέ και άσπρη. Το μάτιπου είναι από κάτω, σιγά - σιγά μετακινείται και έρχεται δίπλα σε αυτό που είχε μείνει από πάνω.





Γοβιός
 Άλλα ονόματα: Γωβιός, Γοβιός, Κωβιός, Κοκοβιός, Κοκωβιός.
Βάθος: 0-15μ
Χαρακτηριστικά αναγνώρισης: Ίσιο σώμα, μεγάλο κεφάλι και μετά λεπταίνει. Έχει 2 χαρακτηριστικά μεγάλα μάτια που προεξέχουν, και το σώμα του έχει καφέ χοντρές ρίγες. Ζεί στα ρηχά νερά και σε πετρώδη σημεία.





Γοφάρι
 Τα γοφάρια είναι μαχητικά και πολύ δυνατά ψάρια. Επιτίθενται σε διάφορα μικρόψαρα του αφρού, με μεγάλη ορμή και τα καταβροχθίζουν λαίμαργα. Είναι άριστοι κυνηγοί, μάλιστα όταν κυνηγάνε την λεία τους ακόμα και ένα ταχύπλοο σκάφος είναι δύσκολο να τ ακολουθήσει. Όταν πιαστεί στην πετονιά μπορούμε να καταλάβουμε αμέσως την δύναμή τους. Έμπειροι ψαράδες έχουν μείνει πολλές φορές με κομμένη την πετονιά η ακόμα και με κομμένο ατσαλένιο σπάγκο. Δεν είναι μόνο η μεγάλη δύναμη αυτού του ψαριού αλλά και τα πολύ κοφτερά δόντια του. Με τα οποία με το που πιαστεί αρχίζει και "μασάει την πετονιά". Το γοφάρι είναι 50-70 εκ. και ορισμένες φορές φτάνει το 1 μ. και φτάνει να ζυγίζει κάποιες φορές τα 7 κ. Η επιστημονική ονομασία του είναι τεμνόδους ο άλτης. Σε διάφορες περιοχές ονομάζεται γουφάρι, γομφάρι, λουφάρι, πηδηχτής και τρώκτης.
Έχει μακρύ και πλακωτό σώμα. Το πάνω μέρος του κεφαλιού του είναι τοξοειδές. Το κάτω σαγόνι του είναι μεγαλύτερο από το πάνω. Έχει πάρα πολύ δύναμη και πολύ κοφτερά δόντια. Αυτά τα 2 τελευταία χαρακτηριστικά το κάνουν ένα πολύ καλό μαχητή και είναι δύσκολο να ψαρευτεί. Το χρώμα στην ράχη του είναι γαλάζιο με πράσινο και όσο κατεβαίνουμε προς την κοιλιά γίνεται ασημένιο. Μπορείτε να το συναντήσετε κοντά στις ακτές και στις εκβολές των ποταμών.


Γραμμοκαπόνι
 Άλλα ονόματα: Καπόνι.
Βάθος: 10-150μ. συνήθως μέχρι τα 40μ.
Χαρακτηριστικά αναγνώρισης: Νομίζω ότι τα 2 χαρακτηριστικά μπλε πτερύγιά του αρκούν… Αντίθετα με το συγγενικό του χελιδονόψαρο το γραμμοκαπόνι (και γενικά το καπόνι) δεν πετάει.




   Δράκαινα

Η Δράκαιναείναι ψάρι το οποίο ανήκει στην οικογένεια των τραχινιδών, η οποία περιλαμβάνει  9 είδη. Xαρακτηριστικό είδος της οικογενείας είναι η μεγάλη δράκαινα (τράχινος ο δράκος). Έχει μήκος έως και σαράντα εκατοστά και βάρος μέχρι δυο κιλά. Ζουν κατά βάση σε βαθιά, αλλά και σε ρηχά νερά, και συνήθως είναι κρυμμένες κάτω από την άμμο. Κυνηγάει ψάρια, πάντα μικρότερά της, συνήθως νύχτα, και τρέφεται με αυτά, αφού πρώτα τα τσιμπήσει και τα δηλητηριάσει με το υγρό που εκκρίνει από τα αγκάθια της (συγκεκριμένα επτά αγκάθια). Το δηλητήριο αυτό αν και δεν είναι θανατηφόρο, μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο σε μεγάλη ποσότητα. Το κεφάλι της είναι μικρό και το στόμα της έχει μικρά δόντια και παίρνει κλίση προς τα πάνω. Το χρώμα της, όπου συνήθως είναι κίτρινο σκούρο, με γκρίζο από την ράχη και κάτω, και λίγο λευκό στην κοιλιά, μπορεί να την βοηθήσει να κρυφτεί στην άμμο και να γίνει ένα με αυτή.



 Ζαργάνα

Το πρώτο αφρόψαρο που θα δούμε είναι η ζαργάνα. Είναι ένα από τα πιο περίεργα αφρόψαρα των ακτών μας. Ανήκει στην οικογένεια των βελονίδων. Το μήκος της μπορεί να φτάσει τα 90 εκ.  και το βάρος της δεν ξεπερνάει το 1 κ. Η επιστημονική ονομασία της είναι βελόνη η οξεία άλλες ονομασίες κατά περιοχές είναι σακοράφα, βελόνι και βελόνα.
Το σώμα της είναι μακρύ και λεπτό. Έχει μακρύ ρύγχος σαν ράμφος πουλιού πάνω στο οποίο έχει πολλά μικρά δόντια. Το χρώμα της είναι γαλαζοπράσινο στην ράχη της και ασημένιο στην κοιλιά. Η ραχοκοκαλιά της έχει ένα πράσινο χρώμα. Η ζαργάνα έρχεται στις ακτές μας από τον Αύγουστο και μετά σε μεγάλα κοπάδια.Της αρέσει να κινείται συνέχεια αλλά κυρίως στα αφρόνερα και κοντά στις παραλίες.


 

Ιππόκαμπος

Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η όρθια στάση του. Το μήκος του φθάνει τα 25 εκατοστά, έχει ρύγχος βραχύ και σωληνοειδές που καταλήγει σε στόμα ευρύ. Από τον τράχηλο εκφύονται δύο μικρά πτερύγια. Το σώμα του είναι πεπιεσμένο που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από διογκωμένα λέπια που απολήγουν σε ακίδες κατά εμφανείς χρωματικές ζώνες. Συνηθέστερος χρωματισμός του Ιππόκαμπου είναι φαιοπράσινος στη ράχη με ασπρόμαυρες κηλίδες και ανοιχτόχρωμος στη κοιλιά που αισθητά προεξέχει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιππόκαμπου είναι η ιδιόρρυθμη ζωοτοκία του, δηλαδή τα αυγά του θηλυκού τα οποία παραλαμβάνει ο αρσενικός και τα οποία τοποθετεί σε ειδικό ασκό της κοιλίας του όπου και εκκολάπτονται. Μετά δε την εκκόλαψη ο ασκός σχίζεται και εξέρχονται οι μικροί ιππόκαμποι. Οι αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Πλίνιος, ο Διοσκουρίδης κ.ά. απέδιδαν στον ιππόκαμπο θεραπευτικές ιδιότητες. Αντίθετα ο Αιλιανός θεωρεί το κρέας του ιππόκαμπου δηλητηριώδες.



 Κακαρέλος



Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Diplodus
Είδος: Diplodus vulgaris
Ο κακαρέλος μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 45 cm, ενώ το βάρος του μπορεί να φτάσει μέχρι 1,3 kg. Η ηλικία του μπορεί να ξεπεράσει τα 14 χρόνια.
Σχηματικά ομοιάζει με το σαργό. Χρωματικά, εχει 2 χαρακτηριστικές μαύρες φαρδιές κάθετες ρίγες, τη μία ακριβώς πίσω από το βραγχιακό επικάλυμμα και την άλλη αμέσως πριν το ουραίο πτερύγιο, πάνω σε ένα ασημί φόντο.
Ο κακαρέλος είναι πρώτανδρο ερμαφρόδιτο είδος. Η αναπαραγωγική του περίοδος είναι μια φορά το χρόνο και διαρκεί 2 μήνες, το Δεκέμβρη και τον Ιανουάριο. Σε ηλικία μόλις 10 μηνών, τα νεαρά άτομα έχουν μήκος 11-12 cm, ενώ όταν φτάνει τα 17 cm ωριμάζει σεξουαλικά για πρώτη φορά ως αρσενικό.
Ο κακαρέλος κινείται από μηδενικά βάθη μέχρι και σε περισσότερο από 100 m
, αλλά συνήθως κυκλοφορεί μέχρι τα 50 m. Θα τον βρούμε σε βυθούς με πλάκες, κατρακύλια, μονόπετρα καθώς και σε λιβάδια με Posidonia oceanica. Το ψάρι χαρακτηρίζεται ως βενθοπελαγικό και σχηματίζει συνήθως κοπάδια. Τρέφεται με κρουστοφόρα, σκουλήκια, μαλάκια καθώς και με φυτικά είδη. Η παρουσία του μπορεί να προδώσει άλλα θηράματα στην περιοχή.



 Καλκάνι
Το καλκάνι(Psetta maxima - Ψήττα η μέγιστη) ή συάκι είναι ένα ψάριτης οικογένειας των Σκοφθαλμίδων το οποίο φημίζεται για το μέγεθός του και το νόστιμο κρέας του. Έχει ευρεία κατανομή και αποτελεί έδεσμα πολλών λαών. Έχει πεπλατυσμένο, σχεδόν κυκλικό ή ρομβοειδέες σώμα με στρογγυλεμένο ουραίο πτερύγιο και πλήθος από οστέινες προεξοχές σε όλο του το σώμα, ιδίως από την πλευρά που έχει τα μάτια. Το χρώμα του ποικίλλει, αλλά γενικά είναι είτε γκριζωπό είτε καφέ της άμμου, που το βοηθάει να καμουφλάρεται με εξαιρετικό τρόπο μέσα στη λάσπη. Το μήκος του καλκανιού ποικίλλει:  το κοινό μήκος για τα θηλυκά είναι 70 εκατοστά, ενώ για τα αρσενικά είναι 50 εκατοστά. Το μεγαλύτερο μήκος καλκανιού που έχει αναφερθεί ποτέ είναι 123 εκατοστά, το μέγιστο βάρος 25 κιλά ενώ η μέγιστη ηλικία που έχει αναφερθεί είναι 25 έτη. Τα ενήλικα άτομα ζούνε σε αμμώδεις, βραχώδεις ή μικτους βυθούς, ενώ επιβιώνει και σε υφάλμυρα νερά. Είναι γωνοχωριστικό είδος. Αποθέτει πάρα πολλά αυγά. Τα αυγά και οι ιχθυονύμφες του είναι πελαγικά. Η τροφή του αποτελείται από άλλα βενθικά ψάρια, αλλά και από καρκινοειδή και δίθυρα μαλάκια. Η οικολογική του θέση είναι ανώτατος θηρευτής. Είναι αρκετά ευπαθές (οικολογική ευπάθεια51-100) αλλά αρκετά ελασιτικό (ελάχιστος χρόνος διπλασιασμού πληθυσμού=1,4-4,4 έτη). Το καλκάνι είναι αβλαβές για τον άνθρωπο. Το κυνηγάνε πολύ η μεσογειακή φώκια και ο γάδος.



 Κέφαλος
Ο Κέφαλοςείναι ψάρι μήκους 30 – 70 εκατοστών. Φέρεται με πολλά ονόματα ανάλογα με την ηλικία και την ποικιλία τους. Όπως στειράδια (έτσι ονομάζονται οι αρσενικοί), μπάφες (οι αυγωμένες θηλυκές), μυξινάρια, χρυσόχρωμοι κ.λπ. Το επίσημο όνομά του είναι "Μουγίλος ο κέφαλος" (Mugil cephalus) και ανήκει στην οικογένεια των "μουγιλιδών" (Mugilidae). Έχουν γκριζομόλυβη ράχη, ασημιές πλευρές και ασημόλευκη κοιλιά με σκούρες καστανόχρωμες πλαϊνές γραμμές από τα θωρακικά πτερύγια μέχρι τη βάση της ουράς. Ειδικά ο χρυσόχρωμος φέρει μια χρυσή βούλα πάνω από τα βραχιακά επικαλύμματα.
Γενικά το σώμα τους είναι μακρύ με ράχη λίγο πλατιά σκεπασμένη με μεγάλα λέπια. Το στόμα τους είναι μικρό με πολλά λεπτά δόντια ενώ τα χείλη τους είναι χοντρά και σκληρά. Το κάτω σαγόνι σχηματίζει ένα είδος τριγώνου με το πάνω πολύ χαρακτηριστικό. Φέρει δύο ραχιαία πτερύγια σε απόσταση μεταξύ τους εκ των οποίων το πρώτο φέρει οστέινες 4 άκανθες ενωμένες μεταξύ τους με μεμβράνη.
Τα κυριότερα δύο είδη ξεχωρίζουν πολύ εύκολα. Ο πλέον συνήθης γκρίζος κέφαλος έχει μάτια σκεπασμένα με βλέφαρα κάθετα που αφήνουν λεπτή σχισμάδα στην κόρη του ματιού. Το πέπλο αυτό φτάνει μέχρι το βραχιακό επικάλυμμα. Αντίθετα ο χρυσόχρωμος κέφαλος δεν έχει τέτοιο πέπλο στα μάτια του. Οι κέφαλοι ζουν κατά κοπάδια κυρίως σε ρηχά νερά, μέσα σε λιμάνια, σε λιμνοθάλασσες και καμιά φορά ανηφορίζουν και στα ποτάμια. Κύρια τροφή τους είναι τα μαλάκια, τα μικρά καρκινοειδή και σκουλήκια που βρίσκονται σε φύκια και κοντά σε πέτρες. Ο κέφαλος φθάνει σε ενηλικίωση στα 6-8 χρόνια και ο χρυσόχρωμος στα 4. Γεννούν στο πέλαγος από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Το κοινό αυγοτάραχο προέρχεται από τις αυγομένες μπάφες, ενώ από τους κέφαλους γίνονται τα περίφημα καπνιστά "νίτικα", που τ΄ όνομά τους φανερώνει την καταγωγή τους από το αινίτικα, δηλαδή την πόλη Αίνο, της Ανατολικής Θράκης.



Κοκκινολαπίνα
Βάθος: 0-50μ.
Χαρακτηριστικά αναγνώρισης: Συγγενής της χειλούς, αναγνωρίζεται εύκολα από 3 χαρακτηριστικά: κίτρινο κεφάλι, μαύρη βούλα στην ουρά και το πάνω μέρος του σώματός του είναι καφέ.



 Κυνηγός
Είναι ένα ψάρι της ανοιχτής θάλασσας. Είναι γρήγορο και δυνατό. Στα νερά μας είναι αρκετά σπάνιο ψάρι, όμως όταν το βρουν οι ψαράδες, είναι μια ευχάριστη έκπληξη γι αυτούς. Διότι το ψάρεμα του κυνηγού είναι πολύ διασκεδαστικό. Με το που αγκιστρωθεί τραβάει δυνατά και πετιέται έξω από το νερό με εντυπωσιακά άλματα. Γενικά ο κυνηγός είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ψάρια.  Το μήκος του μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει το 1 μ. Και το βάρος του μπορεί να ξεπεράσει τα 8 κ. Μάλιστα σε κάποια μέρη έξω από την μεσόγειο έχουν ψαρέψει κυνηγούς που φτάνουν και τα 40 κ!
Η επιστημονική ονομασία του είναι κορυφαίνα.
Σε διάφορες περιοχές ονομάζεται και λαγός. Έχει σώμα μακρόστενο και αρκετά συμπιεσμένο. Έχει μεγάλη διχαλωτή ουρά και το κεφάλι του είναι μεγάλο και κοντόχοντρο. Το στόμα του είναι, σχετικά με άλλα κυνηγετικά ψάρια, μικρό. Είναι ποικιλόχρωμο ψάρι. Έχει πολυάριθμους χρωματισμούς. Στην ράχη έχει ένα πράσινο προς το μπλε χρώμα, τα πλευρά του είναι κίτρινα και η κοιλιά άσπρη. Όταν όμως πεθάνει χάνει όλους τους χρωματισμούς του και γίνεται ασημένιο.
Κινείται στον αφρό τις θάλασσας στα ανοιχτά και του αρέσει να είναι κοντά σε αντικείμενα που επιπλέουν.
Στα νερά μας το βρίσκουμε κυρίως Αύγουστο και μετά.



Λαυράκι

Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Μορονίδες (Moronidae)
Γένος: Dicentrarchus
Είδος: Dicentrarchus labrax
Το λαβράκι μπορεί να φτάσει τα 12 kg σε βάρος και τα 103 cm σε μήκος. Η μέγιστη αναφερόμενη ηλικία είναι τα 15 χρόνια. Το χρώμα του είναι ασημί πλευρικά που τείνει να γκριζαίνει προς τη ράχη του, και να ασπρίζει προς την κοιλιά του (φαινόμενο της αντισκίασης). Όταν είναι ακόμα μικρής ηλικίας, μέχρι και ενάμισι χρόνο, έχει κάποια σκούρα σημάδια, ή κηλίδες στη μεριά της ράχης, οι οποίες θα φεύγουν όσο θα μεγαλώνει. Το είδος είναι γονοχωριστικό. Τα αρσενικά λαβράκια ωριμάζουν σεξουαλικά από τον δεύτερο χρόνο της ζωής τους συνήθως, έχοντας μέγεθος 27-30 cm. Τα θηλυκά ωριμάζουν κατά τον τρίτο χρόνο της ζωής τους με σύνηθες μέγεθος 37-40 cm. Η αναπαραγωγή τους στη Μεσόγειο, ξεκινά κατά τα τέλη του Δεκέμβρη και διαρκεί μέχρι τέλη Μάρτη και αρχές Απρίλη. Ο λόγος είναι ότι το λαβράκι για να αναπαραχθεί και να γεννήσει χρειάζεται τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες και εν προκειμένω, το σημαντικότερο ρόλο παίζει η θερμοκρασία του νερού. Σαν βέλτιστη θερμοκρασία αναπαραγωγής θεωρείται από 13 μέχρι 15 C. Το είδος είναι ευρύθερμο και ευρύαλο και αντέχει σε μεγάλες μεταβολές αλατότητας και θερμοκρασίας. Η όρασή του είναι πολύ δυνατή (και σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, έγχρωμη) και βλέπει εξίσου καλά και στο σκοτάδι. Τα μικρής ηλικίας άτομα κοπαδιάζουν για να κυνηγήσουν, να τραφούν και να μετακινηθούν. Όσο μεγαλώνουν τείνουν να γίνονται πιο μοναχικά μέχρις ότου να φτάσουν στο επίπεδο να κυνηγούν ατομικά, χωρίς όμως να σημαίνει ότι σταματούν να σχηματίζουν κοπάδια. Θα τα συναντήσουμε πολλές φορές με τα κοπάδια των κέφαλων. Η τροφή τους αποτελείται από πολύ μεγάλη γκάμα, μιας και το λαβράκι είναι αδηφάγος και σαρκοφάγος θηρευτής. Τα νεαρά άτομα τρέφονται σε ένα μεγάλο ποσοστό με αμφίποδα και μικρά καρκινοειδή, ενώ όσο μεγαλώνουν, αρχίζουν να τρέφονται με ψάρια μέχρι και λίγο μικρότερα από το μέγεθός τους, όπως αθερίνες, κεφαλόπουλα και σαφρίδια, καθώς και με μαλάκια. Επίσης τα ψάρια αυτά παρουσιάζουν κανιβαλιστικές τάσεις και δεν είναι λίγες οι φορές που θα καταβροχθίσουν ψάρι του ίδιου είδους. Συνηθίζουν να καρτερεύουν στην επιφάνεια, κόντρα στο ρεύμα, σε λίγους πόντους νερό, εκεί που αφρίζει το κύμα, και επιτίθενται στη λεία τους από κάτω. Όταν κυνηγούν έχουν συγκεκριμένους «δρόμους» ή «μονοπάτια» στα οποία κινούνται. Το λαβράκι είναι σχεδόν όλο το χρόνο στις ελληνικές ακτές, και το καλοκαίρι κανονικά θα έπρεπε να κάνει πολύ πιο έντονη την παρουσία του, αλλά λόγω της αλιευτικής πίεσης που υφίσταται, καθώς και με το θόρυβο των σκαφών, των πλοίων και των λουόμενων, το ψάρι τελικά έχει τραβηχτεί στα πιο βαθιά και ασφαλή νερά. Από το Φθινόπωρο και μετά που οι ακτές ησυχάζουν σημαντικά, το ψάρι «γιαλώνει» κυρίως για να τραφεί. Θα το βρούμε σε εκβολές ποταμών, σε νερά υφάλμυρα, ή και μέσα σε ποτάμια, σε κάθε δυνατή παραλλαγή βυθού, από 0-100 μέτρα βάθος. 






Λίτσα

Είναι ένα δυνατό και ταχύτατο ψάρι.Αμύνεται δυναμικά κατά το αγκίστρωμα. Κυνηγάει συνέχεια τα μικρότερα αφρόψαρα και ιδιαίτερα τους κέφαλους που είναι η αγαπημένη της τροφή.Μπορούμε να την βρούμε σε πολλές ακτές της χώρας μας και να την ψαρέψουμε με καλάμι απ' έξω αλλά και με συρτή. Το μήκος της λίτσας μπορεί να φτάσει τα 2 μ. Αλλά συνήθως στις ακτές μας είναι μικρότερες. Φτάνουν το 1 μ. Το βάρος τους φτάνει και τα 20 κ.  Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει και τα 50 κ. Το επιστημονικό όνομα της λίτσας είναι Lichia Arnia. Σε κάποια σημεία στην Ελλάδα , κυρίως στις Κυκλάδες , τις λίτσες τις αποκαλούν κυνηγούς και τους κυνηγούς λίτσες. Το σώμα της λίτσας είναι επίμηκες, συμπιεσμένο στα πλάγια και καταλήγει σε μια μεγάλη ψαλιδωτή ουρά. Έχει μεγάλο στόμα σε αντίθεση με τα μάτια της τα οποία είναι μικρά. Έχει ένα χαρακτηριστικά μεγάλο ραχιαίο πτερύγιο και είναι συμμετρικό με το εδρικό της πτερύγιο. Το χρώμα της λίτσας είναι γκρίζο ασημί στη ράχη με πρασινωπές αποχρώσεις. Στην κοιλιά είναι ασημί προς το άσπρο.
Η καλύτερη εποχή για να ψαρέψουμε λίτσες είναι η άνοιξη, αρχή καλοκαιριού και ο μήνας Αύγουστος. Αυτές τις περιόδους έρχεται πιο κοντά στις ακτές, ενώ τους χειμερινούς μήνες ανοίγεται σε πιο βαθιά νερά για να βρει πιο σταθερές θερμοκρασίες. Την λίτσα μπορείς να την βρεις κυρίως στα ανοιχτά αλλά κάποιες φορές φτάνει σε πολύ ρηχά νερα για να κυνηγήσει τους κέφαλους. Λίτσες υπάρχουν πολλές στις Κυκλάδες, στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα και στις Σποράδες.




Μαγιάτικο
 

Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Καραγκίδαι (Carangidae)
Γένος: Seriola
Είδος: Seriola dumerili
Επίσημα το μεγαλύτερο μέγεθος ψαριού που έχει καταγραφεί έφτανε τα 190 cm και ξεπερνούσε τα 80 kg. Η μέγιστη αναφερόμενη ηλικία είναι τα 15 χρόνια.
Το σώμα του έχει χρώμα ασημί προς μπλε-γκρι προς τη ράχη, ενώ από τη μέση του σώματος και προς την κοιλιά το χρώμα του «ανοίγει» βάφοντάς την από ασημί προς άσπρη (φαινόμενο αντισκίασης). Στη μέση ακριβώς υπάρχει μια αχνή κίτρινη γραμμή κατά μήκος του σώματος. Επίσης έχει μια διαγώνια σκουρόχρωμη χρωματισμένη γραμμή στο δέρμα του κρανίου η οποία περνά από το μάτι του ψαριού.
Κατά το Μάιο τα μαγιάτικα πλησιάζουν τις ακτές για να τραφούν από τις μεγάλες μάζες μικρόψαρων αλλά και για να ξεκινήσουν την αναπαραγωγική διαδικασία. Η περίοδος αναπαραγωγής ξεκινά το Μάιο, διαρκεί όλο το καλοκαίρι, και μπορεί να κρατήσει μέχρι και το Σεπτέμβρη. Η πιο έντονη στιγμή της αναπαραγωγής είναι τον Ιούλιο. Αυτό γιατί η αναπαραγωγή στα μαγιάτικα σχετίζεται με τη φωτοπερίοδο και πιο συγκεκριμένα μεγιστοποιείται στις ημέρες του χρόνου που έχουν τη μεγαλύτερη διάρκεια. Σημαντικοί παράγοντες για την αναπαραγωγή είναι επίσης η θερμοκρασία και η διαθεσιμότητα και το είδος τροφής. Πιο συγκεκριμένα έχει βρεθεί από πειράματα (σε υπό κράτηση ψάρια) ότι η θερμοκρασία των υδάτων κατά την αναπαραγωγή κυμαίνεται από 18 οC μέχρι 24 οC. Επίσης η γονιμότητα και ποιότητα των γονιμοποιημένων αυγών εξαρτάται από τις θρεπτικές ουσίες που αυτά καταναλώνουν. Το μαγιάτικο έχει αρκετά ταχύ ρυθμό αύξησης. Σχεδόν μετά από 40 μέρες από την εκκόλαψή του, έχει ήδη σχηματιστεί και θεωρείται ανήλικο άτομο έχοντας μήκος κάποια εκατοστά. Μόλις σε 2,5 χρόνια μπορεί να ζυγίζει μέχρι και 6 kg. Από αυτήν την ηλικία και μετά ξεκινά να αφήνει απογόνους. Μικρότερα άτομα του είδους (μανάλια) δεν έχουν προλάβει ακόμα να δώσουν απογόνους.
Η τροφή τους αποτελείται κατά το πλείστον από ψάρια όπως σκουμπριά, κολιούς, κοπάδια γόπας, γαύρου και σαρδέλας, ακόμα και καλόγριες. Πιο σπάνια θα προτιμήσει και βενθικά ασπόνδυλα όπως τα καλαμάρια. Το εύρος βάθους όπου εντοπίζεται το ψάρι είναι από πολύ ρηχά νερά (1 m) μέχρι και κάτω από τα 350 m. 








Μελανούρι
 

Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Oblada
Είδος: Oblada melanura


Το μέγεθος των μελανουριών δεν είναι μεγάλο. Σπάνια, θα βρούμε άτομα να ξεπερνούν σε μήκος τα 34 cm ενώ κάποιες φορές το βάρος τους μπορεί να ξεπεράσει τα 700 g. Παρόλο το μικρό μέγεθος συγκριτικά με άλλα ψάρια, τα μελανούρια μπορούν να ζήσουν 11 χρόνια και ίσως καμιά φορά λίγο παραπάνω. Το μελανούρι έχει ατρακτοειδές σώμα, έντονα ασημένιο, με κύριο χαρακτηριστικό, τη μαύρη κηλίδα που έχει στη βάση της ουράς, η οποία είναι «στεφανωμένη» από μια λευκή ανταύγεια. Τα μελανούρια είναι γονοχωριστικό είδος, δηλαδή τα άτομα έχουν ένα φύλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Υπάρχουν και λίγες περιπτώσεις όμως, όπου παρατηρήθηκε ότι μπορεί να κάνουν αλλαγή φύλου από θηλυκά και να γίνουν αρσενικά (όχι όμως το αντίστροφο), χωρίς να έχει βρεθεί προφανής αιτία. Γεννούν μια φορά το χρόνο, και αυτή είναι κατά την περίοδο από Απρίλιο μέχρι Ιούνιο. Το συναντάμε σχεδόν σε όλες μας τις εξορμήσεις, από τα πολύ ρηχά νερά, μέχρι και κάτω από τα 40 μέτρα, χειμώνα-καλοκαίρι. Σχηματίζει κοπάδια λίγων ατόμων τις περισσότερες φορές, αλλά υπάρχουν και κάποιες άλλες, που ο αριθμός των ατόμων του κοπαδιού μπορεί πραγματικά να είναι εκπληκτικά μεγάλος. Θα το βρούμε να μπαινοβγαίνει σε σχισμές και τρύπες νευρικά, να κινείται πάνω από ποσειδωνία, να ανεβοκατεβαίνει πλάι σε τοίχους ή να βρίσκεται λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια σε πιο ανοιχτά νερά ψάχνοντας για τροφή. Τα μελανούρια είναι παμφάγα. Πιο συγκεκριμένα σε μικρή ηλικία τρέφονται με κρουστοφόρα και μικρά ασπόνδυλα, καθώς και με κάποια είδη του ζωοπλαγκτού, ενώ μεγαλώνοντας θα εμπλουτίσουν το διαιτολόγιό τους και με φυτικές τροφές. 








Μουδιάστρα
Tις λένε και μαργωτήρες, έχουν ονομαστεί έτσι στην επι­στημονική και στην κοινή γλώσσα απ' το ηλεκτρικό ρεύμα που παρά­γουν ορισμένα ειδικά τους όργανα για να παραλύουν ή και να θανα­τώνουν τους εχθρούς και τη λεία τους. Mήκος: περίπου απο 20 έως 80 εκ.  Xρώμα:κιτρινωπή καστανοκόκκινη με  σκούρες καφετιές βούλες που έχουν γύρω-γύρω κίτρινα και μαύρα δαχτυλίδια και γι' αυτό τις λένε οφθαλμικές. Ή κοιλιά άσπρουδερή. Το σώμα είναι πλακωτό και στρογγυλό, πίσω καταλήγει σε χον­τρή και κοντή ουρά, τα 2 μικρά ραχιαία πτερύγια φυτρώνουν πάνω απ' την ουρά, τα θωρακικά πτερύγια τελειώνουν το κύριο σώμα έκει που αρχίζουν τα κοιλιακά, σχεδόν δεν ξεχωρίζουν είναι μαλακά και κυματίζουν αμα κολυμπά. Το πτερύγιο της ουράς είναι μάλλον μικρό και οριζόντιο. Το κύριο μέρος του σώματος είναι πλατύ, τα μά­τια μικρά και κοντά το ένα με τ' άλλο, πάνω στην επίπεδη ράχη, πίσω απ' τα μάτια υπάρχουν 2 σχισμάδες βραγχιακές, μακρουλές ή στρογγυλές. Τα ρουθούνια και το στόμα βρίσκουνται στην κοιλιακή επιφάνεια δηλαδή απο κάτω, καθώς σ' ολα τα σαλάχια. Τα ηλεκτρογόνα όργανα είναι μάζες μυϊκές στο κεφάλι ανάμεσα στα θωρα­κικά πτερύγια και στα βράγχια. Οι εκκενώσεις φτάνουν τα 40-70 βόλτ. Οι τρείς πρώτες εκκενώσεις είναι ισχυρές, ύστερα γίνονται ασθε­νείς ή σταματούν, δηλαδή περνούν αρκετές μέρες ώσπου να ξαναφορτιστεί. Το δέρμα τους είναι λείο χωρίς λέπια και χωρίς αγκάθια. Ζούνε σε βάθος απο 5 ως 100 μέτρα, χωμένες ως τα μάτια στην άμμο ή στη λάσπη, κολυμπούν σε μικρές αποστάσεις αργά, με κινή­σεις της ουράς, τρώνε καρκινοειδή και μαλάκια, τσακίζουν  τα όστρακα με τα πλακοειδή δόντια τους που είναι στρωμένα σαν μω­σαϊκό.


Μουρμούρα
Η Μουρμούρα ή Βασιλόψαρο(Lithognathus mormyrus - Λιθόγναθος ο μόρμυρος Λινναίος, 1758) είναι ένα Μεσογειακόψάρι του αλμυρού νερού που ανήκει στην οικογένεια των Σπαριδών, στο γένος Λιθόγναθος. Η μουρμούρα είναι ένα ψάρι με επίμηκες και ωοειδές σώμα που έχει μήκος 20-30 εκ. με μυτερό ρύγχος και σαρκώδη άσπρα χείλη. Το στόμα είναι αρκετά ανεπτυγμένο και τα μάτια μικρά τοποθετημένα ψηλά στο κεφάλι. Το χρώμα της είναι λαμπερό ασημί με 10-20 κάθετες καστανόμαυρες σειρές στη ράχη και στα πλευρά. Η ράχη είναι γκρι, τα πλευρά ασημί και η κοιλιά άσπρη. Η μουρμούρα είναι ψάρι σαρκοφάγο, ζει σε ρηχά νερά κοντά στις ακτές, σε βυθούς με άμμο ή αμμολάσπη και μαύρες φυκιάδες. Τη συναντάμε σε μικρά κοπάδια και σε βάθη που δεν ξεπερνούν τα 50 μέτρα. Τη μέρα κρύβεται, και τη νύχτα βγαίνει ως την αυγή και κυνηγά την τροφή της, που είναι μικρά ψάρια και καρκινοειδή. Αναπαράγεται την άνοιξη και το καλοκαίρι, μόλις κλείσει τα 2 χρόνια και φτάσει το μέγεθος των 14 εκατοστών.


Μυλοκόπι
Ένα ακόμα αξιόλογο ψάρι των θαλασσών μας είναι το μυλοκόπι. Είναι ένα ψάρι που συγγενεύει με το λαυράκι και τον σολομό. Είναι φιλύποπτο, σβέλτο και δυνατό ψάρι. Το μήκος του μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει κάποιες σπάνιες φορές το 1 μέτρο.
Το βάρος του κάποιες φορές μπορεί να φτάσει τα 15 κιλά.
Η επιστημονική του ονομασία είναι Umpina Cirhosa. Σε διάφορες περιοχές το ονομάζουν και καλιακούδα. Το χρώμα του στη ράχη είναι σκούρο σταχτί ή ασημοπράσινο και στην κοιλιά ασημόλευκο. Στα πλευρά του έχει λοξές κυματοειδές γραμμές που είναι ολόχρυσες με άσπρες και μαύρες ενδιάμεσα βουλίτσες. Σε κάθε μάγουλο έχει μια μαύρη βούλα. Κάτω από το σαγόνι του διακρίνουμε ένα γενάκι. Το σώμα του είναι φαρδύ και από την ράχη του μέχρι και το στόμα του καμπυλωτό. Ζει κοντά στις ακτές  σε βυθό με άμμο ή με βότσαλα, φύκια και αμμόλασπη. Του αρέσει να συχνάζει στις εκβολές των ποταμών.


Ούγαινα
Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Diplodus
Είδος: Diplodus puntazzo
Η ούγαινα μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 60 cm, ενώ το βάρος του μπορεί να φτάσει μέχρι 1,7 kg. Η ηλικία του μπορεί να φτάσει τα 8 χρόνια.
Έχει σχεδόν τον ίδιο χρωματισμό με το σαργό με πιο έντονες τις κάθετες μαύρες γραμμές πλευρικά και ένα χαρακτηριστικά μυτερό πρόσωπο. Φτάνει και αυτή σε μεγέθη όπως ο σαργός. Η ούγαινα είναι ερμαφρόδιτο είδος με μερική πρωτανδρία. Ωριμάζει σεξουαλικά σε ηλικία 2 χρονών και για να αναπαραχθεί χρειάζεται περιορισμένο εύρος θερμοκρασίας νερού στους 21±0,5 οC. Η αναπαραγωγική της περίοδος είναι μια φορά το χρόνο και ξεκινά κατά τα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη και τελειώνει την δεύτερη ή την τρίτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής διαδικασίας πλησιάζει σημαντικά τη ρηχή ζώνη.
Τόπος/τρόπος διαβίωσης: Η ούγαινα σχηματίζει κοπάδια και κινείται σε βάθη μέχρι και 150 μέτρων. Θα τη βρούμε σε βυθούς με τραγάνα, άμμο, ποσειδονία, σε πέτρες και πλάκες καθώς και σε κατρακύλια και μονόπετρα. Το ψάρι είναι βενθοπελαγικό. Τρέφεται με φυτικά είδη καθώς και με σκουλήκια, μαλάκια και γαρίδες. 


Παλαμίδα
Η παλαμίδα είναι ένα ψάρι που μοιάζει αρκετά με τον τόνο. Η διαφορά τους είναι στο μακρύ κεφάλι και το μεγάλο στόμα της. Είναι ένα μαχητικό ψάρι και όταν αγκιστρώνεται προσπαθεί να ξεφύγει μ επιμονή και γρηγοράδα. Η παλαμίδα είναι ένα ψάρι που το περιφρονούν και το έχουν ως δεύτερης ποιότητας παρ' όλα αυτά για κάποιους που ξέρουν πως να την μαγειρέψουν έχει πολύ ωραίο κρέας.
Η παλαμίδα μπορεί να φτάσει τα 80 εκατ. αλλά συνήθως δεν ξεπερνάει τα 30 με 50.
Το βάρος της συνήθως είναι  3 με 4 κ. αλλά κάποιες φορές φτάνει και τα 8-9 κ.
Το επιστημονικό της όνομα είναι sarda-sarda ή palamys sarda.
Το χρώμα της παλαμίδας  στη ράχη είναι γαλαζοπράσινο με κάποιες μαυριδερές πλάγιες ραβδώσεις που φτάνουν ως την πλευρική γραμμή.Τα πλευρά και η κοιλιά της έχουν ασημένιο χρώμα.
Το σώμα της θα λέγαμε πως είναι αρκετά μυτερό σε σχέση με τα άλλα ψάρια της οικογενείας. Το στόμα της είναι μεγάλο και φαρδύ. Τα δόντια της είναι μακριά και μυτερά.Τον Γενάρη και τον Φλεβάρη τη συναντάμε μεταξύ Σκιάθου και Σκοπέλου, στον Μαλιακό και τον Παγασητικό. Τον Μάρτη έως και τον Μάη την συναντάμε στην Σκύρο, στην Λέσβο και σε άλλα νησιά. Κάποιοι υποστηρίζουν πως και τον Ιούνιο βρίσκονται σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου.

Πέρκα 
Η πέρκα ανήκει στην οικογένεια των περκιδών. Είναι κοινό, άφθονο ψάρι, σε πολλές λίμνες της Ευρώπης όπως σε μερικά ποτάμια και κανάλια, ειδικά στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Φθάνει τα 40 εκ. σε μήκος και ξεπερνά τα 2 κιλά σε βάρος. Η πέρκα / πρικί έχει συμπιεσμένο σώμα και ψηλή ράχη, Το δεύτερο μισό του σώματος της είναι λεπτό. Το κεφάλι είναι σχετικά μικρό, εφοδιασμένο όμως με φαρδύ στόμα, οπλισμένο με πολύ μικρά δόντια. Η ράχη έχει ένα πρώτο ραχιαίο πτερύγιο που συγκρατιέται από αγκαθωτές ακτίνες, αρκετά ψηλό και φαρδύ. Το δεύτερο ραχιαίο συγκρατιέται από μαλακές ακτίνες. Το κοιλιακό και εδρικό πτερύγιο είναι αρκετά φαρδιά και το ουραίο είναι γεροδεμένο. Χαρακτηριστικό των περκιδών είναι η παρουσία δυο αγκαθωτών ακτινών στο εδρικό πτερύγιο. Η ράχη είναι γκρίζα - πρασινωπή, τα πλευρά γκρίζα - ασημί που τείνουν στο πρασινωπό, με 5 έως 9 κάθετες λουρίδες καστανές ή καστανοπράσινες. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο έχει στο πίσω μέρος μαύρες κηλίδες. Η κοιλιά είναι άσπρη και τα κάτω πτερύγια κοκκινωπά. Το βραγχιακό επικάλυμμα είναι εφοδιασμένο στην άκρη με μια κοντή αιχμή. Αν και βρίσκεται και σε νερά όχι πολύ διαυγή, γενικά προτιμά, τα καθαρά και διαφανή, με βυθό από βότσαλα, βράχια, φύκια ή ανάμικτο. Πιο σπάνια βρίσκεται σε βυθό από χώμα ή σκεπασμένο με βούρκο. Οι πιο μεγάλες πέρκες προτιμούν βραχώδεις βυθούς. Ζει σε κοπάδια λίγο ή πολύ πολυάριθμα, ειδικά κατά το νεανικό στάδιο. Οι μεγάλες πέρκες ζουν απομονωμένες ή σχετικά μακριά η μια από την άλλη, αφού εξαιτίας της αδηφαγίας τους, η ακτίνα δράσης τους είναι αρκετά μεγάλη.
Αναπαράγονται τον Απρίλιο και τον Μάιο όταν η θερμοκρασία του νερού δεν έχει ακόμα υπερβεί τους 10ο C. Τα αυγά, κολλημένα σε μακριές ταινίες είναι μικρά και πολυάριθμα. Η ταινία στερεώνεται από την μια άκρη σ' ένα φύκι ή σε άλλο βυθισμένο αντικείμενο, ενώ η άλλη άκρη είναι ελεύθερη. Τα αυγά είναι ανοιχτόχρωμα, τείνουν στο κιτρινωπό και ανοίγουν 20 μέρες μετά, με μέτρια θερμοκρασία του νερού. Οι γόνοι μετά το άνοιγμα είναι πολύ μικροί και λεπτοί. Η πέρκα ωριμάζει σεξουαλικά όταν φθάσει τα 15 εκατ., που συμβαίνει τρία χρόνια περίπου μετά το άνοιγμα των αυγών. Είναι γνωστή η αδηφαγία αυτού του ψαριού. Μια πέρκα 5 ή 6 εκατ. ακολουθεί γόνους και ρίχνεται με λαιμαργία σε κάθε τι που κουνιέται και έχει διαστάσεις που μπορεί να καταπιεί, και που της φαίνεται φαγώσιμο. Αργότερα τρέφεται με μικρά ψάρια, νύμφες εντόμων, οστρακόδερμα κλπ. Καταδιώκει για μικρές αποστάσεις, αλλά πολύ γρήγορα. Η δράση της είναι ταχύτατη. Την άνοιξη και το καλοκαίρι προτιμά να ζει στα μισά νερά, εάν ο βυθός έχει φύκια, ενεδρεύοντας στις άκρες της υποβρύχιας βλάστησης. Το χειμώνα η δραστηριότητα της είναι πολύ μικρότερη και μικρότερης ακτίνας. Το ψάρι πηγαίνει προς τον βυθό, όπου διαλέγει τα κατάλληλα μέρη, κατοικία σχεδόν μόνιμη μέχρι την επόμενη άνοιξη.

Ριγοσαλιάρα (Parablennius gattoruginea)
Άλλα ονόματα: Σαλιάρα, Γλινός, Λεβέρα.
Βάθος: 3-32μ.
Χαρακτηριστικά αναγνώρισης: Έχει καταρχάς δύο περίεργα κέρατα πάνω στο κεφάλι. Όπως κάθε σαλιάρα έχει χοντρό κεφάλι και κάθεται στο βυθό (κυρίως σε βράχια, μιας και έχει αντίστοιχο καμουφλάζ) χωρίς να κουνιέται και πολύ. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το πως γυρνάει συνεχώς την ουρά της. Η ριγοσαλιάρα ξεχωρίζει από τις μαύρες κάθετες ραβδώσεις πάνω στο σώμα της.


Σάλπα
Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Sarpa
Είδος: Sarpa salpa
Η ηλικία της σάλπας μπορεί να ξεπεράσει τα 6 χρόνια και το μέγιστο μέγεθος που έχει αναφερθεί είναι 51cm. Γενικά όμως, ψάρια μεγαλύτερα των 40cm τα συναντάμε πολύ σπάνια, και ακόμα πιο δύσκολα μπορούν να συλληφθούν. Μορφολογικά η σάλπα έχει ασημένιο χρώμα, (όπως άλλωστε τα περισσότερα είδη των σπαρίδων) και έχει 10 οριζόντιες χρυσές γραμμές, κατά μήκος όλου του σώματός της το οποίο έχει σχήμα τορπίλης. Η σάλπα γεννά τους τρεις μήνες της Άνοιξης, και είναι πρώτανδρο ερμαφρόδιτο είδος. Ωριμάζει πρώτα ως αρσενικό, και όταν φτάσει σε μήκος τα 25cm (μεταξύ 3-4 χρονών) πραγματοποιείται η αλλαγή φύλου και γίνεται θηλυκό. Η σάλπα συνηθίζει να σχηματίζει κοπάδια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, τόσο όταν είναι ακόμα ιχθύδιο όσο και όταν είναι ενήλικο άτομο. Τα κοπάδια που σχηματίζει αποτελούνται συνήθως από πολλά ψάρια, ειδικά όταν τα ψάρια αυτά έχουν ενηλικιωθεί. Όσο είναι ακόμα μικρή, η σάλπα σχηματίζει κοπάδια σχετικά μικρά (μέχρι 20 άτομα) και παραμένει στα ρηχά προσπαθώντας να αποφύγει επίδοξους θηρευτές της. Τα μικρά αυτά ψάρια τρέφονται τόσο με κρουστοφόρα όσο και με φυτά και φύκη. Όταν ενηλικιώνονται, σχηματίζουν μεγάλα κοπάδια και κινούνται σε βάθη μέχρι 70 μέτρα, (αλλά συνήθως θα τα βρούμε σε βάθη μέχρι 15 μέτρα) τρεφόμενα σχεδόν αποκλειστικά με φυτά και φύκη. Συχνάζουν σε λιμάνια και κλειστούς κόλπους, σε εκβολές ποταμών, αλλά και σε αμμουδιές και σε βραχώδη βυθό. Αυτά τα ψάρια που συχνάζουν σε λιμάνια συνήθως λόγω διατροφής δεν έχουν νόστιμο κρέας και είναι τις περισσότερες φορές ακατάλληλα για κατανάλωση.


Σαργός 
Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Diplodus
Είδος: Diplodus sargus
Ο σαργός μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 45 cm, ενώ το βάρος του μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει τα 2 κιλά. Μπορεί να φτάσει να αριθμεί μέχρι και 10 χρόνια ζωής.
Πλευρικά έχει 9 γκρίζες κάθετες γραμμές που δεν είναι πάντα όλες εύκολα ορατές. Ραχιαία το ψάρι έχει σκούρο γκρι χρώμα και κοιλιακά ανοιχτό ασημί προς άσπρο. Μια (χαρακτηριστική) μαύρη κηλίδα στη βάση της ουράς καθώς και μια έντονη μαύρη απόχρωση στο τέλος της ουράς ολοκληρώνουν την εικόνα του ψαριού.
Ο σαργός είναι πρώτανδρο ερμαφρόδιτο είδος. Στην πρώτη αναπαραγωγική ωρίμανση (στα 2 με 3 του χρόνια) το ψάρι είναι ακόμα αρσενικό. Όταν φτάσει σε ηλικία 5 χρόνων, ενεργοποιούνται οι ορμόνες αλλαγής φύλου και αναστέλλεται σιγά σιγά η δημιουργία σπέρματος ενώ αρχίζουν να ωριμάζουν τα ωάριά του. Το ψάρι αλλάζει φύλο και γίνεται πλέον θηλυκό. Υπάρχει και μια στιγμή που το ψάρι παράγει και σπέρμα και ωάρια, κατά τη διαδικασία αλλαγής φύλου. Το χειμώνα που ησυχάζουν οι ακτές, το ψάρι γιαλώνει και παραμένει ρηχά περιμένοντας την περίοδο της αναπαραγωγής του που είναι την ’νοιξη με πιο έντονη αναπαραγωγική συμπεριφορά τον Απρίλιο και το Μάιο.
Ο σαργός κινείται από μηδενικά βάθη μέχρι και τα 50 m και θα τον βρούμε σε βυθούς με πλάκες, κατρακύλια, μέσα στις τρύπες, σε μεγάλα μονόπετρα καθώς και σε λιβάδια Posidonia oceanica. Το ψάρι είναι βενθοπελαγικό, σχηματίζοντας συνήθως κοπάδια ενώ το συναντάμε ακόμα και σε νερά υφάλμυρα. Το ψάρι είναι ημερόβιος κυνηγός και είναι παμφάγο. Το διαιτολόγιό του περιλαμβάνει οστρακόδερμα, γαστερόποδα, αμφίποδα, σκουλήκια από το υπόστρωμα, καθώς και άλγη. Πιο έντονη παρουσία και δραστηριότητα θα παρατηρήσουμε την αυγή. Σαν ψάρι είναι πολύ έξυπνο και μαθαίνει να προσαρμόζεται αρκετά εύκολα. Ο σαργός μπορεί να «συγκατοικεί» και με άλλα ψάρια όπως οι σηκιοί ή και με σερρανίδες όπως οι στήρες και οι ροφοί. 




Σαφρίδι
Το σαφρίδι είναι ένα ψάρι που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες. Kινείται κατά μεγάλα κοπάδια και έτσι είναι εύκολο αν τα βρεις να πιάσεις αρκετά. Είναι ένα ψάρι με ωραίο χρώμα και νόστιμο κρέας. Τα σαφρίδια μπορούν να φτάσουν μέχρι τα 40 εκ. Το βάρος τους σπάνια ξεπερνάει τα 500 γρ. Η επίσημη ονομασία του είναι τραχούρος ο γνήσιος . Σε πολλές περιοχές το αποκαλούν σαβρίδι, σαμπανιό,σαμπάνι και σουγερέλο. Τα σαφρίδια μοιάζουν εκπληκτικά με τα κοκάλια. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του ψαριού είναι η πλευρική γραμμή που στην αρχή είναι αρκετά υπερυψωμένη. Το σώμα του είναι λεπτό και καταλήγει σε μια ουρά μετρίου αναστήματος έντονα διχαλωτή. Έχει μεγάλα μάτια και στόμα σε σχέση με το σώμα του.Υπάρχουν 3 είδη σαφριδιών στην Ελλάδα. Είναι σχεδόν ίδια μεταξύ τους απλά το ένα διαφέρει λίγο στο χρώμα (μαυροσάφριδο). Έτσι λοιπόν ενώ τα άλλα 2 έχουν ένα γκριζογάλανο χρώμα με πράσινες πιτσιλιές που στην ράχη σκουραίνει και στην κοιλιά ανοίγει και γίνεται ασημόλευκο. Το μαυροσάφριδο έχει πολύ πιο σκούρο χρώμα και στην ράχη του υπάρχουν σκούρες κηλίδες. Από τον Μάη και μετά ψαρεύονται από όλους τους ψαράδες. Είναι ένα ψάρι που μετακινείτε κατά μεγάλα κοπάδια και του αρέσει να τριγυρνάει κοντά σε ναυάγια. Τους καλοκαιρινούς μήνες κινείται σε πιο ρηχά νερά και στον αφρό για να βρει την τροφή του.





Σικυός
 

Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σκιαινίδες (Sciaenidae)
Γένος: Sciaena
Είδος: Sciaena umbra

Το μέγιστο βάρος του σπάνια ξεπερνά τα 5 κιλά ενώ φτάνει μέχρι και το μήκος των 70 εκατοστών. Η μέγιστη αναφερόμενη ηλικία για το είδος είναι 21 χρόνια. Θυμίζει κάτι από ωκεανό, από τροπικό ψάρι, μιας και έχει χρώματα που δύσκολα τα συναντά κανείς στη Μεσόγειο. Ασημί και χρυσό χρώμα, καθώς και πρασινοκίτρινο, κι όλα αυτά σε μια φανταχτερή σύνθεση. Κάποιοι τα μπερδεύουν με το μυλοκόπι ή και τον μικρό κρανιό, λόγω ομοιότητας στο σχήμα και στο χρώμα.. Ο σικυός θεωρείται ώριμο ζώο σεξουαλικά όταν ξεπεράσει σε μέγεθος τα 25 εκατοστά. Η αναπαραγωγική του περίοδος ξεκινά από το Μάρτη και διαρκεί μέχρι τον Αύγουστο. Τότε το αρσενικό ψάρι παράγει ήχους από τη νηκτική του κύστη που στην πραγματικότητα προσκαλούν το θηλυκό ώστε να συνευρεθούν. Όταν το ψάρι είναι ακόμα μικρό ηλικιακά, συγκεντρώνεται σε κοπάδια που καμιά φορά ξεπερνούν τα 30 άτομα. Όσο μεγαλώνει σχηματίζει μικρότερα κοπάδια έως και 10 ατόμων συνήθως, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο. Το όνομα του προσδιορίζει στην πραγματικότητα τον τρόπο ή το μυστικό με το οποίο επιβιώνει. Στις σκιές και στις τρύπες, εκεί όπου το φως είναι λιγοστό. Θα το βρούμε δηλαδή σε σπηλιές κάτω από το νερό, σε ξέρες, στα κατρακύλια, κάτω από τα μεγάλα μονόπετρα, καθώς και μέσα στην ποσειδώνια  κυρίως κοντά στα όριά της με βράχους και πέτρες. Είναι βενθικό, ζει δηλαδή πλησίον του βυθού, σε νερά αλμυρά ή υφάλμυρα, και μέχρι 200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Δραστηριοποιείται κυρίως τη νύχτα, οπότε και βγαίνει για να αναζητήσει την τροφή του, η οποία αποτελείται συνήθως από καρκινοειδή (καβούρια, γαρίδες κλπ) καθώς και μικρά ψάρια. Την ημέρα είναι σαφώς πιο νωχελικό. Όπως όλα τα ψάρια, διαθέτει το δικό του «οπλοστάσιο» αισθήσεων. Δεν φημίζεται για την άριστη όρασή του, όμως έχει επιλέξει να αναπτύξει στην πορεία της εξέλιξης, την αίσθηση της πλευρικής του γραμμής καθώς και να «υπερχρησιμοποιεί» ένα ζευγάρι πλακών που βρίσκονται στον πρώτο σπόνδυλο και ονομάζονται ωτόλιθοι. Αυτοί χρησιμοποιούνται συχνά από τα ψάρια ιδίως όταν θεωρούν ότι αντιμετωπίζουν κάποιο κίνδυνο. Το ψάρι επίσης έχει έναν εντυπωσιακό τρόπο ρύθμισης της πλευστότητάς του, κι έτσι μας δίνεται η αίσθηση ότι «πετά».
Οι ωτόλιθοι του σικυού θεωρούνται ημιπολύτιμοι λίθοι.





Σκορπίνα

O Σκορπιός, Σκορπίνα ή Σκόρπαινα (Scorpaena)) είναι γένος ψαριών της οικογένειας των Σκορπενιδών (Scorpaenidae) της ομοταξίας των ακανθοπτερυγίων στο οποίο περιλαμβάνονται ευμεγέθη ψάρια των θερμών και εύκρατων θαλασσών. Φέρουν σώμα πεπιεσμένο με ογκώδη κεφαλή και με αρκετά ανεπτυγμένα πτερύγια ενώ το σώμα του από την κοιλιά και κάτω είναι λεπτό. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι το κόκκινοκαι το καφέ χρώμα ανάλογα με την περιοχή και ο μεγάλος αριθμός ακάνθων που φέρουν στο κεφάλι και τη ράχη, των οποίων τα νύγματα είναι οδυνηρά αλλά και λίγο επικίνδυνα. Οι σκορπίνες είναι ψάρια αδηφάγα και τρέφονται από άλλα μικρότερα ψάρια. Το κρέας τους είναι κάτασπρο και από τα πιό κατάλληλα στη παρασκευή εξαίρετου ζωμού. Για το λόγο αυτό, στα εστιατόρια σερβίρονται ως σούπα. Γνωστότερα είδη στις ελληνικές θάλασσες είναι η "σκορπίνα ο χοίρος" και η "σκορπίνα η γραμφή".





Σπάρος

Συγγενεύει με το σαργό, το μελανούρι κ.α. Το μήκος του είναι απο 12 έως 25 εκ. Xρώμα: ράχη γκρίζα πολύ ανοιχτή, κάπως προς το σκούρο μενε­ξεδί πάνω-πάνω, τα πλευρά λαμπερό ασημί καθώς κι η κοιλιά. "Ενα μεγάλο, κάτασπρο λέπι ξεχωρίζει στην αρχή της πλευρικής γραμμής και δαχτυλίδι στη ρίζα της ουράς, πιο ανοιχτό μαύρο απ' του μελα-νουριού. Τα κοιλιακά πτερύγια καστανόχρυσα. Το εδρικό του κίτρινο, η ουρά μαύρη. Το σώμα είναι πιεσμένο στα πλευρά, πιο φαρδύ απ' τ' άλλα συγ­γενικά ψάρια, έχει λέπια μεγάλα, κτενοειδή και χοντρά. Τα ραχιαία πτερύγια στρογγυλεμένα, διχαλωτή ουρά. Είναι ψάρι ερμαφρόδιτο, αρσενικό πρώτα -πρώτανδρο- ύστερα θηλυκό, γεννά την άνοιξη ως τον Ιούνιο, οι προνύμφες επιπλέουν με το πλαγκτόν. Ζει κατά μικρές ομάδες σε ρηχά νερά, μέσα-έξω σε πέτρες και βράχια.



Συναγρίδα
Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Dentex
Είδος: Dentex dentex
Το μεγαλύτερο επίσημα δημοσιευμένο ψάρι είχε μέγεθος 1 μέτρου και ζύγιζε σχεδόν 15 κιλά. Υπάρχουν αναφορές και για αρκετά μεγαλύτερα ψάρια, αλλά δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένες.
Στο προφίλ του ψαριού μια ήπια καμπύλη απ
ο το κεφάλι καταλήγει σε μια πλευρική πλάτυνση του ψαριού με μια εξαίσια ποικιλία χρωμάτων. Μπλε, πράσινα και καφέ στίγματα σε ασημί φόντο και κάποιες καφέ κάθετες ρίγες αρκετές φορές ολοκληρώνουν την παραλλαγή του υπέροχου αυτού ψαριού. Χαρακτηριστικοί και αξιοπρόσεκτοι είναι οι μεγάλοι κυνόδοντες που διαθέτει το ψάρι.
Το ψάρι καθίσταται ώριμο αναπαραγωγικά μετά το πέρας του δεύτερου χρόνου. Είναι γονοχωριστικό είδος, δηλαδή υπάρχουν ξεχωριστά θηλυκά και αρσενικά ψάρια χωρίς να αλλάζουν φύλο κατά τη διάρκεια της ζωής τους (σε αντίθεση με κάποια άλλα είδη της οικογένειας, όπως ο σαργός παραδείγματος χάριν), εκτός από κάποια δείγματα που σε νεαρές ηλικίες έδειξαν ότι ανέπτυσσαν και τα δυο αναπαραγωγικά συστήματα (θηλυκού και αρσενικού à δηλ. ερμαφρόδιτα), μέχρι να καταλήξουν στο τελικό τους φύλο. Η αναπαραγωγική περίοδος του ψαριού είναι από τα τέλη Μάρτη μέχρι και αρχές Ιουνίου, με εντονότερη περίοδο το μήνα Μάιο.
Απ
οτα εξωτερικά χαρακτηριστικά μπορούμε εύκολα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι το ψάρι αυτό είναι κυνηγός και μάλιστα σχετικά ψηλά στην τροφική αλυσίδα. Το πιο έντονο χαρακτηριστικό που το υποδεικνύει είναι οι χαρακτηριστικοί μεγάλοι κυνόδοντες που διαθέτει το ψάρι. Από τη μελέτη των σιαγόνων, και των δοντιών που αυτές φέρουν, προκύπτουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τη διατροφή του οργανισμού και κατά συνέπεια και τη συμπεριφορά του. Η συναγρίδα τρέφεται με μαλάκια και κυρίως με κεφαλόποδα (χταπόδια, σουπιές) καθώς και με άλλα ψάρια μικρότερου μεγέθους. Όταν το ψάρι είναι ακόμη νέο για να τραφεί καρτερεύει στις σκιές και ορμάει στη λεία του μόλις αυτή μπει στο βεληνεκές του. Καθώς μεγαλώνει προτιμά να σχηματίζει κοπάδια και πιο σπάνια θα κινείται μόνο του ώστε να έχει σαφές πλεονέκτημα στη σύλληψη απέναντι στα μικρόψαρα που αποτελούν την τροφή του. Συνηθίζει να κυνηγά πάνω στο θερμοκλινές. Όπως όλα τα μικρά ψάρια θα ξεκινήσει να μαζεύει εμπειρίες από τη ρηχή ζώνη, ενώ όσο θα μεγαλώνει θα αρχίσει να αναζητά τα πιο βαθιά νερά. Η συναγρίδα κινείται από μηδενικά βάθη έως και τα -200 μέτρα. Τις πρωινές ώρες (χάραμα) καθώς και το απόγευμα προς σούρουπο τα ψάρια ενδέχεται να πλησιάσουν και σε πολύ ρηχά νερά, λιγότερο από 5m. Το ψάρι χαρακτηρίζεται ως βενθοπελαγικό, ζει και κινείται δηλαδή πλησίον του βυθού. Προτιμά να κινείται σε βυθούς με πέτρες, κατρακύλια, μεγάλα μονόπετρα και πλάκες που μπορεί και να εναλλάσσονται μέσα σε ποσειδωνία ή τραγάνα. Πρόκειται για πανέξυπνο ψάρι με μεγάλη ικανότητα προσαρμογής καθώς και με πολύ καλή μνήμη. 


Τσιπούρα
Συστηματική κατάταξη:
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Φύλο: Χορδωτά (Chordata)
Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Sparus
Είδος: Sparus aurata
Η τσιπούρα μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 70 cm ενώ το μεγαλύτερο δημοσιευμένο βάρος για ψάρι του είδους είναι τα 17,2 kg. Το ψάρι έχει μέγιστη ηλικία τα 11 χρόνια σε συνθήκες κράτησης.
Η εμφάνιση του ψαριού είναι λίγο πολύ γνωστή. Μια μεγάλη μαύρη κηλίδα στο τέλος του βραγχιακού επικαλύμματος σε ένα ασημένιο φόντο, είναι το σήμα κατατεθέν της τσιπούρας. Το έντονο κυρτό προφίλ, δίνει στο ψάρι μια όμορφη αγριάδα και έναν αέρα κυριαρχίας. Οι κάθετοι ασημόγκριζοι χρωματισμοί που αποκτά το ψάρι όταν είναι λίγο νευρικό, όταν είναι σε περίοδο αναπαραγωγής ή όταν κυνηγά για να συλλάβει την τροφή του, ολοκληρώνει την εικόνα του ψαριού.
Η τσιπούρα είναι πρώτανδρο ερμαφρόδιτο είδος, δηλαδή γεννιέται πρώτα ως αρσενικό και μετά το πέρας περίπου 3 χρόνων κάνει αναστροφή φύλου και γίνεται θηλυκό. Έτσι στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής της ως αρσενικό, έχει 20-30 cm μήκος και ζυγίζει γύρω στα 350-400 g. Στον τρίτο χρόνο, που γίνεται θηλυκό, το μήκος της είναι συνήθως 33-40 cm και ζυγίζει από 600 g και πάνω. Η αναπαραγωγή της τσιπούρας λαμβάνει χώρα από τον Οκτώβριο μέχρι και το Δεκέμβριο στην ανοιχτή θάλασσα. Ένα θηλυκό, μπορεί να γεννάει 20000-80000 αυγά καθημερινά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο γόνος που θα βγει, θα κολυμπήσει στα ρηχά νερά, εκεί που μπορεί να βρει μεγαλύτερη ασφάλεια και αφθονία τροφής, όπου και θα μείνει μέχρι τον επόμενο Οκτώβρη. Μετά θα ενσωματωθεί στο αρχικό κοπάδι, θα λαμβάνει μέρος στην αναπαραγωγή και θα το ακολουθεί στις μετακινήσεις του. Κάτι αξιοσημείωτο για την τσιπούρα είναι ότι ενώ μπορεί να είναι σε διαδικασία αλλαγής φύλου από αρσενικό σε θηλυκό, μπορεί να τη διακόψει, και να ξαναπαράγει σπέρμα για την ερχόμενη αναπαραγωγική περίοδο.
Η τσιπούρα σχηματίζει κοπάδια πολυμελή ή ολιγομελή, ενώ κάποιες φορές, μεγάλα θηλυκά άτομα μπορεί να βρεθούν να κυνηγούν μόνα τους για μια περίοδο. Τα βάθη που κινούνται συνήθως είναι μέχρι τα 40 μέτρα, ενώ το μεγαλύτερο βάθος που έχει εντοπιστεί ψάρι είναι τα 150 μέτρα. Παρ
όλα αυτά ψάρια 5 - 6 κιλά, είναι πιθανόν να τα βρούμε σε αρκετά ρηχά νερά, λιγότερο από 10 μέτρα. Το ψάρι είναι ευρύαλο και ευρύθερμο, αντέχει δηλαδή σε μεγάλες μεταβολές αλατότητας και θερμοκρασίας του νερού. Αυτό καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής του, καθώς και που το συναντάμε. Πιο συγκεκριμένα, την τσιπούρα μπορούμε να τη βρούμε όχι μόνο στη θάλασσα, αλλά και κοντά σε εκβολές ποταμών, μέσα σε λιμνοθάλασσες και μέσα σε ποτάμια σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα. Πιο συγκεκριμένα βρίσκεται συνήθως σε επίπεδους βυθούς με τραγάνα, λάσπη ή φύκια καθώς και σε λιβάδια ποσειδωνίας. Προτιμά αυτούς τους βιοτόπους, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα την τροφή της η οποία αποτελείται από όστρακα κυρίως, όπως μύδια, στρείδια και κυδώνια, και πιο σπάνια από θαλάσσια φυτά και φύκη. Θα τη βρούμε επίσης να κινείται και σε βυθούς, με πέτρες και πλάκες (όπου μπορεί και να βραχώσει), που συνορεύουν με τα προαναφερθέντα περιβάλλοντα. 

Χάνος
Το όνομά του τα λέει όλα, αφού πρόκειται για το πιο απονήρευτο ψάρι της Μεσογείου. Το βρίσκουμε παντού και πάντοτε και δεν χρειάζεται δόλωμα, αφού μπορεί ακόμη και να ρουφήξει ένα γυμνό αγκίστρι. Ανήκει και αυτό στην οικογένεια των σερανίδων. Ζει σε όλα τα βάθη και σίγουρα οι χάνοι που πιάνονται στα βαθιά είναι κατά πολύ νοστιμότεροι από αυτούς που πιάνονται στα πιο ρηχά.























Μνήμες Αγίας Μαρίνας Στυλίδος

Μνήμες Αγίας Μαρίνας Στυλίδος
Η σελίδα "Μνήμες Αγίας Μαρίνας Στυλίδος" στο Facebook, κάνει μια πολύ καλή προσπάθεια, να αναδείξει το χωριό μας μέσα απο πρόσωπα και ιστορικές στιγμές των κατοίκων!